Ξύπνησα πάλι από έναν φρικτό πόνο στο στήθος. Το δωμάτιο μου έχει τη μυρωδιά υπονόμου και από το παράθυρο μπαίνει ένα φως στο χρώμα της στάχτης. Απέξω ακούγεται ένας ήχος που μοιάζει με κραυγή και ανατριχιάζω σύγκορμος καθώς ο ιδρώτας τρέχει και παγώνει πάνω στην πλάτη μου.

Μου παίρνει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι δεν πρόκειται για ανθρώπινο ουρλιαχτό αλλά για το κρώξιμο ενός πουλιού.

Να είναι άραγε ένα από αυτά τα πελώρια μαύρα κοράκια που με χαζεύουν κάθε φορά που βαδίζω μέσα στη λάσπη στο δρόμο για το σιδεράδικο;

Λίγα πράγματα φοβάμαι στη ζωή ετούτη όσο τα κοράκια. Κάθε φορά που με κοιτάζουν είναι σα να βλέπω στο βλέμμα τους τί πρόκειται να μου κάνουν αν ποτέ βρουν το κουφάρι μου πεταμένο στην άκρη του δρόμου. Θα τσιμπολογήσουν τα πάντα πάνω μου με τα πελώρια γκρίζα ράμφη τους μέχρι που θα μείνω ένας σωρός από σάρκα και κόκκαλα.

Και κανείς δεν θα υπάρχει να με θάψει, κανείς δεν θα χύσει για μένα ούτε μισό δάκρυ. Το πολύ πολύ, αν τους έχουν τελειώσει τα κουτσομπολιά, να πουν στο καφενείο ότι βρέθηκε νεκρός εκείνος ο κακομοίρης μαύρος που δούλευε στο σιδεράδικο του γέρο-Τζιμ.

Και ίσως να είναι καλύτερα να πεθάνω, να χαθώ.

Ίσως να πρέπει να καώ στην Κόλαση γι’ αυτό που έκανα στη Ματίλντα.

Καμία Κόλαση δεν θα είναι χειρότερη από αυτή που ζω κάθε βράδυ όταν πλαγιάζω να κοιμηθώ, όταν έρχονται στον ύπνο μου τα μαύρα μάτια της με και κοιτάζουν μέσα από πύρινες φλόγες, όταν τα λιγνά βελούδινα μπράτσα της στο χρώμα της καραμέλας με αγκαλιάζουν σφιχτά κι απεγνωσμένα μέχρι που μου κόβουν την ανάσα, όταν το γέλιο της τρυπάει σαν σουβλί τ’ αυτιά μου.

Καμιά Κόλαση δεν θα είναι χειρότερη από αυτή την άδεια ξερακιανή ζωή χωρίς την αγάπη μου.

Δεν είχα αγαπήσει καμιά γυναίκα στη ζωή μου πριν από εκείνη.

Δεν είχα αγαπήσει τίποτα στη ζωή μου πριν από εκείνη. Περιέφερα το κέλυφος της ψυχής μου εδώ κι εκεί, ζούσα όπως ζουν τα ξεραμένα φυτά στον κήπο του σπιτιού μου. Παρακαλώντας κάποιον να με ποτίσει λίγη ζωή, να μου δώσει λίγη ανάσα.

Μέχρι που έφτασε εκείνη η άγια κολασμένη μέρα τον περασμένο Ιούλη. Εκείνη η μέρα που η ζέστη μαστίγωνε τα κορμιά μας κι έκανε το μυαλό μας να μοιάζει με βούρκο.

Ήταν απόγευμα κι εγώ έσερνα τα πονεμένα μου πόδια στο δρόμο της επιστροφής από τη δουλειά προσπαθώντας ν’ αποφασίσω αν θα με ανακούφιζε περισσότερο μια βουτιά στο ποτάμι ή ένα ποτήρι μπέρμπον κι ένας ύπνος στην ξεχαρβαλωμένη κούνια κάτω από την ξεραμένη ακακία μου.

Όταν έφτασα στην πλατεία, είδα ένα σωρό από κεφάλια στραμμένα προς την έξοδο του σταθμού των τρένων. Σταμάτησα κι εγώ να δω τι ήταν αυτό που είχε κάνει τους πάντες να μείνουν ακίνητοι και να χαζεύουν με το στόμα μισάνοιχτο προς την πύλη.

Ο Αβραάμ από το παντοπωλείο ήρθε και στάθηκε δίπλα μου με σταυρωμένα τα χέρια, μουρμουρίζοντας κάτι ασυναρτησίες για τη βρωμιάρα που ήρθε ξανά στην πόλη μας με την κόρη της μετά από τόσα χρόνια.

Έχοντας χάσει τη μάνα μου στα 13 από πνευμονία, έχασα μαζί και κάθε ευκαιρία να μάθω τις ιστορίες των γυναικών της πόλης. Ο πατέρας μου που το μόνο που έκανε ήταν να δουλεύει, να πίνει και να κοιμάται δεν έλεγε ποτέ παραπάνω από τρεις-τέσσερις λέξεις τη μέρα κι αυτές μουρμουριστά, μέχρι που πέθανε κι εκείνος, διπλωμένος από αφόρητους πόνους λίγα χρόνια αργότερα αφήνοντάς με στα 18, ορφανό και χαμένο στο τίποτα.

Τους έθαψα πλάι πλάι στην άκρη του νεκροταφείου κι ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια αργότερα, πηγαίνω καμιά φορά και κάθομαι δίπλα τους κάνοντας αυτό που με έμαθαν να κάνω καλύτερα: να σιωπώ.

Η μόνη μου παρηγοριά ήταν πάντα τα βιβλία, κάτι ξεχαρβαλωμένοι τόμοι της κλασικής λογοτεχνίας από αυτούς που έχουν μέσα ζωγραφιές για τα παιδιά, που μου τους δάνειζε ο κουρέας. Θα πρέπει να ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ που έκαναν όνειρα και μάλιστα τόσο μεγάλα: ονειρευόταν μια μέρα να γίνει διάσημος συγγραφέας και να εγκαταλείψει την άθλια πόλη μας.

Έτσι λοιπόν, δεν είχα ακούσει ποτέ ως εκείνη τη μέρα την ιστορία της Ρόντα που ένα βράδυ παράτησε το μέθυσο άντρα της, πήρε τη δύο μηνών Ματίλντα στην αγκαλιά και το έβαλε στα πόδια παρατώντας το πατρικό της και την προίκα της στα χέρια αυτού του άθλιου που μέχρι τότε είχε περάσει την κάθε κοινή τους μέρα προσπαθώντας να επισπεύσει το «ώσπου να τους χωρίσει ο θάνατος» κοπανώντας τη γυναίκα του μέχρι αναισθησίας. Πέρασαν είκοσι ολόκληρα χρόνια και κανείς δεν είχε νέα της Ρόντα ούτε ήξερε πού είχε πάει. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο περισσότερος κόσμος.

Γιατί είναι πραγματικά παράξενο το ότι λίγο καιρό αφότου αυτός ο αχρείος σκοτώθηκε από μαχαίρι σε μια συμπλοκή στο μοναδικό μπαρ που βρίσκεται είκοσι χιλιόμετρα από δω, η Ρόντα εμφανίστηκε ξανά για να πάρει πίσω όσα της ανήκουν.

Όλα αυτά μου τα αφηγήθηκε με μια ανάσα η Κονστάνς που είχε τον πάγκο με τα καλαμπόκια κοντά στην έξοδο του σταθμού ενώ ταυτόχρονα τα μάτια της παρέμεναν καρφωμένα στις δύο γυναίκες και τα χέρια της δούλευαν πυρετωδώς μπλέκοντας τα μαλλιά της οχτάχρονης κόρης της σε κάτι περίτεχνες πλεξούδες.

Στένεψα τα μάτια μου κι έκανα το χέρι μου αντήλιο για να μπορέσω να διακρίνω καλύτερα αυτή τη βασανισμένη ύπαρξη που η πόλη ήδη καταδίκαζε επειδή «δεν τίμησε το στεφάνι της» αλλά κυρίως για να δω την κόρη της, το κορίτσι αυτό που μεγάλωσε χωρίς πατρική ζεστασιά όπως κι εγώ.

Κι αυτό που είδα δεν ήταν άνθρωπος. Δεν ήταν γυναίκα.

Ήταν ένα μαύρο παγώνι με ορθάνοιχτη ουρά, ήταν η πιο όμορφη νύχτα του χρόνου, ήταν το νερό της βροχής που πέφτει κρυστάλλινο από τις καμπανούλες της αυλής μου. Ένιωσα να παγώνω ολόκληρος μέσα στον καύσωνα, ένιωσα έναν ανεμοστρόβιλο να ξεκινάει από τα λαγόνια μου και να ανεβαίνει στο στήθος μου, στην καρδιά μου, στο λαιμό μου. Δεν μπορούσα να καταπιώ, δεν μπορούσα να ανασάνω, δεν μπορούσα να κάνω βήμα. Εκείνη δε με είδε καν, βοήθησε τη μητέρα της να ανέβει στη θέση του συνοδηγού στην άμαξα που κουβαλούσε τα πράγματά τους, τίναξε την εβένινη χαίτη της και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της με την ανάστροφη του χεριού της κι ανέβηκε να καθίσει δίπλα στη μάνα της αφήνοντας μας πίσω της σαν ένα πλήθος από μίζερες, κακάσχημες καφετιές κατσαρίδες.

Από εκείνη τη στιγμή, οι σκονισμένες μου μέρες άρχιζαν να μοιάζουν με ηλιαχτίδες. Δεν είχα με τι να το συγκρίνω, δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου την αληθινή ευτυχία που σου δίνει ο έρωτας, αυτό το συναίσθημα που σε κάνει να αιωρείσαι λίγο πάνω από το έδαφος, αυτόν τον χτύπο της καρδιάς που έκανε τον χτύπο της καμπάνας στην εκκλησία να μοιάζει με ψίθυρο. Το πιο δυνατό μου συναίσθημα ως τότε ήταν αυτή η ψευδαίσθηση χαράς που μου δημιουργούσε το σώμα μου κάθε φορά που επισκεπτόμουν την Μαντάμ Μπερναντέτ στην πόλη. Αλλά εκείνο κρατούσε μονάχα λίγα λεπτά της ώρας και ύστερα μεταμορφωνόταν ύπουλα σε κάτι που έμοιαζε με αηδία και αυτολύπηση και που ο μόνος τρόπος να το ξεπλύνω ήταν μισό μπουκάλι μπέρμπον.

Η Ματίλντα όμως… Την αγαπούσα με κάθε μου κύτταρο, ζούσα για να την κάνω δικιά μου και καθώς δεν είχα ζήσει ποτέ τον έρωτα ως τότε, δεν ήξερα ούτε την απόρριψη ούτε τον πόνο που σου καίει τα σωθικά όταν αγαπάς χωρίς να αγαπιέσαι.

Πάλεψα μέσα μου για βδομάδες μέχρι να βρω το κουράγιο να την χαιρετίσω. Κι όταν εκείνη ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μου με ένα χαμόγελο που έκανε την ξερή και κίτρινη μικρή μας πόλη να μοιάζει με ολάνθιστο κήπο, θεώρησα ότι τα όσα ένιωθα ήταν αμοιβαία.

Μάζεψα λοιπόν όσα είχα και δεν είχα, πούλησα και το κάρο του πατέρα μου που δεν το είχα χρησιμοποιήσει ούτε μια μέρα στη ζωή μου ως τότε και πήγα και της αγόρασα δαχτυλίδι. Ένα λεπτό χρυσαφένιο δαχτυλίδι με μια σμαραγδένια πέτρα στη μέση. Πάλεψα μέσα μου νύχτες ατέλειωτες με χίλιους δυο εχθρούς. Με την ανασφάλεια μου, με την άγνοια μου, με τον πόθο που με έκαιγε και δε με άφηνε να σκεφτώ καθαρά. Προσπάθησα να ηρεμήσω με τα βιβλία, με τη δουλειά, με το κολύμπι. Τίποτα δε λειτουργούσε σωστά.

Μέχρι που μια μέρα συνάντησα τη Ρόντα στην αγορά.

Ήταν μια γυναίκα τσακισμένη αλλά περήφανη, με πανέμορφα μαύρα μάτια στο σχήμα του αμύγδαλου. Γύρισε και μου χαμογέλασε κουρασμένα και είδα στο χαμόγελό της μια ανακούφιση για όλα αυτά που ήταν σίγουρη πως δεν σκεφτόμουν για εκείνη αλλά και μια απορία για την αγωνία στο δικό μου βλέμμα. Δε γινόταν να χάσω την ευκαιρία κι έτσι της άνοιξα την καρδιά μου ή μάλλον της άνοιξα ένα μικροσκοπικό παραθυράκι για να κοιτάξει μέσα στην καρδιά μου καθώς ήμουν σίγουρος ότι όποιος ζωντανός άνθρωπος και να έβλεπε αυτό που γινόταν μέσα μου θα τρόμαζε το δίχως άλλο.

Κι εκείνη ούτε γέλασε, ούτε με κορόιδεψε, ούτε με αποπήρε. Μου είπε απλά με την απαλή της φωνή ότι η Ματίλντα αποφάσιζε για τον εαυτό της και ότι εκείνη ποτέ δεν της έλεγε τι να κάνει. Και ότι ήμουν ελεύθερος να της πω αυτά που ήθελα να της πω.

Κι έτσι γεννήθηκε μέσα μου η ελπίδα που έμελλε να πεθάνει τόσο, μα τόσο γρήγορα.

Το ίδιο βράδυ χτύπησα την ξύλινη πόρτα στο σπιτάκι της Ρόντα ενώ τα χέρια μου έτρεμαν από την αγωνία και τα δόντια μου χτυπούσαν σα να ήμουν βρεγμένος από παγωμένη βροχή.

Η Ρόντα με υποδέχτηκε ζεστά και με κέρασε λεμονάδα που το σώμα μου την ένιωσε σα βάλσαμο, αλλά η Ματίλντα με χαιρέτησε καχύποπτα κι έσκυψε πάλι στο κέντημά της.

Ήμουν σα μεθυσμένος και το ζούσα όλο αυτό θαρρείς σε όνειρο. Τους είπα την ιστορία μου προσπαθώντας να είμαι ευχάριστος και να μην τους μαυρίσω την ψυχή ενώ έψαχνα με αγωνία το μαργαριταρένιο χαμόγελο που μου είχε χαρίσει τις προάλλες η Ματίλντα.

Αλλά του κάκου.

Εκείνη σήκωνε πότε πότε το βλέμμα της πάνω μου και με κοιτούσε βλοσυρά περιμένοντας να τελειώσω. Κι όταν στο τέλος κατάφερα μαζεύοντας όλο το κουράγιο του κόσμου να ξεστομίσω εκείνο για το οποίο είχα πάει να τις επισκεφτώ, εκείνη έκανε το τελευταίο πράγμα που περίμενα να κάνει: ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Γέλασε τόσο πολύ που τα μάτια της δάκρυσαν. Ζήτησε συγγνώμη και προσπάθησε να συγκρατηθεί αλλά της ήταν αδύνατον. Η μητέρα της την κοιτούσε αγριεμένη κι εγώ ένιωθα το κρανίο μου να μετατρέπεται σε ζεστή λάβα και την καρδιά μου να παλεύει να ξεριζωθεί από το στήθος μου.

Όταν κατάφερε να ηρεμήσει πνίγοντας κάτι τελευταία γελάκια που με τρέλαιναν καθώς ήξερα ότι γελούσε σε βάρος μου αλλά λάτρευα τον ήχο τους, μου είπε ότι δεν επρόκειτο να παντρευτεί ποτέ στη ζωή της και ότι να τη συμπαθάω αλλά αυτό ήταν ό,τι πιο αστείο είχε ακούσει ποτέ. Και όταν κατάφερε επιτέλους να ανασυγκροτηθεί και να ανακτήσει το βλοσυρό της βλέμμα μου είπε πολύ σοβαρά ότι το μόνο πράγμα που ήθελε να κάνει στη ζωή αυτή ήταν να γίνει νοσοκόμα και να φροντίζει άρρωστα παιδιά. Ευχαρίστησα τη Ρόντα για τη λεμονάδα, τις καληνύχτισα κι έσυρα τα βήματά μου ως την εξώπορτα. Η Ρόντα με συνόδευσε και όταν στράφηκα να την χαιρετίσω με κοίταξε με ένα απολογητικό βλέμμα ψιθυρίζοντας ταυτόχρονα μια ένοχη καληνύχτα.

Βγήκα έξω στην ξάστερη νύχτα και άρχισα να περπατάω ασταμάτητα. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να μουδιάσω το μυαλό μου, να διαγράψω την ταπείνωση, να σβήσω τη φωτιά μέσα μου. Αποφάσισα να πάω στη Μαντάμ Μπερναντέτ αφού περάσω πρώτα από το μπαρ και πιώ όσο μπέρμπον θα μου εξασφάλιζε το σμαραγδένιο δαχτυλίδι που δεν θα φορούσε ποτέ η αγάπη μου.

Όμως η Μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα.

Μέσα σε όλη μου την αγωνία είχα ξεχάσει ότι στην πόλη εκείνες τις μέρες είχε πανηγύρι. Πόσες και πόσες φορές τις προηγούμενες βδομάδες είχα ονειρευτεί να πάω εκεί μαζί με την Ματίλντα, να κρατάω το χέρι της, να ακούω το γέλιο της καθώς θα στροβιλιζόμαστε πάνω στο καρουζέλ, να μυρίζω το λαιμό της, να γεύομαι το φιλί της που θα είχε γεύση από καραμελωμένο μήλο.

Και τώρα ήμουν μόνος και άρρωστος από πόθο και από πόνο και από τρέλα και από μοναξιά, τη μεγαλύτερη μοναξιά του κόσμου. Αγόρασα ένα μπουκάλι φθηνό κρασί και άρχισα να το πίνω με μεγάλες γουλιές αναζητώντας απεγνωσμένα κάτι ν’ απαλύνει τον πόνο μου.

Τα φώτα και τα χρώματα και οι μουσικές, με μαγνήτιζαν θαρρείς, με τραβούσαν με μανία μέσα σε έναν υπέροχα φρικαλέο κόσμο που θα μου έδινε την ευκαιρία να είμαι πιο κανείς κι από τον κανέναν. Άφησα το πλήθος να με παρασύρει μέσα του, να με πετάξει από τη μια μεριά στην άλλη σαν πάνινη κούκλα, βυθίστηκα στον ίλιγγο που μου προκαλούσαν οι φωνές και τα γέλια των ανθρώπων μέχρι που κάποια στιγμή, μετά από μια γερή σπρωξιά, βρέθηκα έξω από μια χρωματιστή σκηνή. Η ξύλινη ταμπέλα έγραφε ότι η Μεγάλη Οντίν «βρίσκει λύση σε κάθε σας πρόβλημα». Γέλασα ειρωνικά με το θράσος των ανθρώπων, ήπια άλλη μια μεγάλη γουλιά από το μπουκάλι μου, παραμέρισα την κουρτίνα και μπήκα μέσα.

Τη είδα να κάθεται οκλαδόν επάνω σε μια πράσινη μεταξωτή μαξιλάρα και να καπνίζει από μια ινδιάνικη πίπα. Το πρόσωπό της ήταν σταφιδιασμένο και η μύτη της έμοιαζε με μικρή μελιτζάνα αλλά εξέπεμπε μια τέτοια ηρεμία που η φουρτούνα μέσα μου καταλάγιασε κάπως.

Την κοιτούσα σιωπηλός καθώς δεν ήμουν σίγουρος τί έπρεπε να κάνω και περίμενα να μιλήσει πρώτη εκείνη.

«Πες μου λοιπόν, τι ζητάς να βρεις;», με ρώτησε και η φωνή της με έκανε να θέλω ξαφνικά να κουρνιάσω σε μια γωνιά και να κοιμηθώ ώρες ατελείωτες.

«Την αγάπη της. Την αγάπη της μόνο».

«Την αγάπη δεν τη βρίσκεις μικρέ. Σε βρίσκει εκείνη. Όσο την κυνηγάς, θα σου φεύγει πάντα μέσα από τα χέρια σαν πεταλούδα. Κι αν την πιάσεις με απόχη μετά από λίγο καιρό θα πεθάνει».

«Και θέλεις να σε πληρώσω δύο δολάρια γι’ αυτή σου τη σοφία; Για να μου πεις απλά ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να υπομείνω τον πόνο;»

«Για να μπήκες εδώ μέσα πάει να πει ότι ο πόνος κι εσύ είσαστε ένα πια, ό,τι κι αν κάνεις».

Ένιωσα την ταπείνωση να γιγαντώνεται κι άλλο μέσα μου και να με πνίγει. Έσκυψα και την κοίταξα αγριεμένος μέσα στα θολά μαύρα της μάτια που έμοιαζαν να διασκεδάζουν με την απόγνωσή μου.

«Έχεις κάτι να μου δώσεις για να μην πονάω;», σφύριξα μέσα από τα δόντια μου με μια φωνή που δεν αναγνώρισα ούτε ο ίδιος.

«Έχω κάτι καλύτερο. Έχω κάτι που θα την κάνει να σε θέλει όσο τη θες κι ακόμα παραπάνω».

«Μην παίζεις μαζί μου! Αν έχεις πράγματι κάτι τέτοιο γιατί να μην το πεις από την αρχή;» φώναξα με μανία και η φωνή μου ήταν τόσο δυνατή που μου φάνηκε ότι έκανε τη φλόγα στο κερί που ήταν αναμμένο δίπλα της να τρεμοπαίξει.

«Δεν παίζω μαζί σου. Είσαι σίγουρος όμως ότι αυτό είναι που ζητάς; Να σε αγαπάει χάρη σε ένα φυλαχτό που σου έδωσε μια μισότρελη γριά σε μια σκηνή ενός πανηγυριού; Γιατί θέλεις ν’ αγκαλιάζεις μια κατάρα αντί να βρεις μια άλλη αγάπη αληθινή που δεν θα σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι κάθε μέρα αν στην πραγματικότητα σε σιχαίνεται και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό»;

«Τι είναι αυτό το φυλαχτό; Δώσε το μου τώρα! Θα σε πληρώσω όσο θες!» ούρλιαξα μέσα στην απελπισία μου και άπλωσα τα χέρια μου να την αρπάξω από τους ώμους αλλά η γριά με κοίταξε και τα μάτια της ξαφνικά μου φάνηκαν κίτρινα σαν του φιδιού και μια αόρατη δύναμη με έκανε να κοκκαλώσω δυο βήματα μακριά της.

Η γριά παρέμεινε ασάλευτη και ύστερα τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά από την πίπα της και είπε φυσώντας τον καπνό μέσα στα μάτια μου:

«Έχεις ακούσει για το ‘Αγάπα με ή Πέθανε’»;

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου κι εκείνη συνέχισε με τη φωνή της που έμοιαζε με βραχνό νανούρισμα:

«Χρειάστηκαν εκατοντάδες χρόνια και πολλές σπασμένες καρδιές για να φτιαχτεί ένα χούντου τόσο δυνατό που θα κάνει μια ανθρώπινη ψυχή να σκλαβώνεται αιώνια από μιαν άλλη. Δεν κάνει όμως για όλους. Θα πρέπει η ψυχή που θέλεις να σκλαβώσεις να είναι από αυτές τις χαμένες ψυχές που θέλουν στο βάθος να σκλαβωθούν. Αν είναι ψυχή ελεύθερη, τότε το μόνο που θα καταφέρεις είναι να τη σκοτώσεις για να την έχεις σκλαβωμένη στον τάφο».

Χαμένος όπως ήμουν δεν έδωσα σημασία στα λόγια της, δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω, δεν ήθελα να δεχτώ ότι σε αυτήν την απίθανη εκδοχή κάτι μπορούσε να πάει στραβά, το μόνο που ήθελα ήταν να γαντζωθώ από αυτή την τοσοδούλικη ελπίδα, ν’ αρπάξω τη μοναδική ευκαιρία να φιλήσω εκείνα τα νεραϊδίσια χείλη, να βυθιστώ στα μαύρα κύματα των μαλλιών της, να σφίξω επάνω μου εκείνη τη λεπτή μέση και ν’ αγγίξω εκείνους τους ονειρεμένους γλουτούς.

Της έκανα νόημα να συνεχίσει και την άκουσα σαν υπνωτισμένος να μου εξηγεί τί έπρεπε να κάνω και πού θα έπρεπε να θάψω το χούντου.

Ύστερα ψαχούλεψε στον κόρφο της κι εμφάνισε ένα μικρό πουγκί από τσόχα και το άπλωσε προς το μέρος μου αλλά όσο κι αν ήθελα να της το αρπάξω και να τρέξω, τα χέρια μου ήταν ακόμα κρεμασμένα σαν παράλυτα.

«Τα λεφτά ομορφούλη!» είπε και μου χαμογέλασε αποκαλύπτοντας μια σειρά από χρυσά δόντια.

Της πέταξα τα δυο δολάρια, πήρα στο χέρι μου τον καταραμένο θησαυρό μου και βγήκα έξω τρέχοντας. Είχα έρθει στο πανηγύρι έρποντας σα γλιτσερό σκουλήκι κι έφευγα πετώντας σαν πουλί πάνω από τα σύννεφα. Πριν καλά καλά το καταλάβω έτρεχα τόσο γρήγορα, έτρεχα μέχρι που ο πόνος στα πόδια μου έγινε τέτοιος που εξυψώθηκε σε απόλαυση. Έτρεχα ενάντια στον ίδιο τον πόνο, έτρεχα ενάντια στον φόβο μου, ενάντια στη μοναξιά μου, στην αιώνια μοναξιά μου.

Οι ήχοι των πουλιών της νύχτας έμοιαζαν να με επευφημούν και το φεγγάρι φώτιζε το δρόμο μου.

Δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν έφτασα στην είσοδο της πόλης, στο πλάι του ταχυδρομείου. Ο ιδρώτας έσταζε μέσα στα μάτια μου και μου θόλωνε την όραση ακόμα περισσότερο κι από την τρέλα στην οποία είχα βυθιστεί.

Περπάτησα προσεκτικά και ανάλαφρα σαν αρουραίος μέχρι το σπίτι της Ρόντα κι ευχαριστούσα τον Θεό που ήξερα πώς θα απαρνιόμουν για πάντα σε λίγο, που δεν συνάντησα ανθρώπινη ψυχή στο διάβα μου.

Κάτι δικό της, έπρεπε να βρω κάτι δικό της, έτσι είχε πει η Μεγάλη Οντίν. Κοίταξα με αγωνία τριγύρω ελπίζοντας ότι η Ματίλντα θα είχε απλώσει τη μπουγάδα της το απόγευμα για να στεγνώσει μέχρι το πρωί αλλά τα σχοινιά ήταν εντελώς άδεια.

Έψαξα με το βλέμμα για κάποιο ξεχασμένο ζευγάρι γαλότσες, κανένα σάλι αφημένο στην πολυθρόνα της βεράντας αλλά μάταια. Ένιωσα τον πανικό να μου φράζει το λαιμό, τη μύτη, τ’ αυτιά αλλά μου ήταν αδύνατο να σταματήσω γιατί ήξερα μέσα μου ότι αν έστρεφα να φύγω, όλα θα τελείωναν οριστικά.

Πλησίασα στο σπίτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και άρχισα να περπατάω τοίχο-τοίχο μέχρι που έφτασα έξω από το παράθυρο της Ματίλντα. Έβαλα όλες μου τις δυνάμεις για να καταπιώ το φόβο και την ντροπή μου και τεντώνοντας το λαιμό μου κοίταξα μέσα στο δωμάτιό της από το μισάνοιχτο παράθυρο. Το πλάσμα των ονείρων μου ήταν ξαπλωμένο σε ένα σιδερένιο κρεβάτι και κοιμόταν γαλήνια με τα πελώρια ματόκλαδα να χαϊδεύουν τα μάγουλά της και τα μαύρα μαλλιά της να στολίζουν το κατάλευκο μαξιλάρι. Τα μάτια μου πλημμύρισαν από δάκρυα προσμονής γι’ αυτό που είχα πείσει τον εαυτό μου ότι επρόκειτο να συμβεί. Κάτω από το περβάζι του παραθύρου ήταν ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι και πάνω του ήταν τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη οι κορδέλες των μαλλιών της. Τέντωσα ένα τρεμάμενο χέρι και άρπαξα μια θαλασσιά γυαλιστερή κορδέλα.

Της έριξα μια τελευταία αχόρταγη ματιά και ύστερα κουλουριάστηκα πάλι στις σκιές του κήπου. Παράχωσα την κορδέλα μέσα στο τσόχινο πουγκί αλλά όχι πριν την ακουμπήσω για λίγο στο πρόσωπό μου, πριν εισπνεύσω με όλη μου τη δύναμη τη μυρωδιά από λάδι καρύδας και σαπουνιού, τη δική της μυρωδιά. Ύστερα έσκαψα με τα νύχια μου το χώμα όσο πιο βαθιά μπορούσα και παράχωσα το χούντου.

Και με κάθε μου κύτταρο να αστράφτει από ελπίδα γύρισα τσακισμένος στην ερημιά μου και ξεκίνησα το πιο εφιαλτικό μέτρημα του χρόνου που θα μπορούσε να ζήσει ποτέ άνθρωπος.

Δεν ξέρω πόσες ώρες κοιμήθηκα αλλά με κάποιο τρόπο το μυαλό μου με ειδοποίησε ότι ήταν Κυριακή και τις Κυριακές ο γέρο-Τζιμ δεν άνοιγε το σιδεράδικο γιατί περνούσε όλη του τη μέρα παίζοντας πόκερ στο καφενείο και καπνίζοντας σαν τσιμινιέρα.

Πίεσα τον εαυτό μου με νύχια και με δόντια να μην περπατήσει μέχρι την πλατεία ολόκληρη τη μέρα μόνο και μόνο για να περάσει λίγος χρόνος παραπάνω και να σιγουρευτώ ότι θα προλάβει να λειτουργήσει το ξόρκι της Οντίν.

Τη Δευτέρα σηκώθηκα αχάραγα, σαπουνίστηκα, αρωματίστηκα και πήγα στη δουλειά πεθαίνοντας από περιέργεια και αγωνία για το αν θα συναντήσω πάλι το μαργαριταρένιο μου χαμόγελο. Ο γέρο-Τζιμ με κοιτούσε παραξενεμένος μια και δε με είχε ξανακούσει ποτέ να σφυρίζω στη δουλειά. Τελείωσα τα πάντα, συγύρισα τους πάγκους με τα εργαλεία, σκούπισα το πάτωμα, φόρεσα το καπέλο μου, χαιρέτησα το γέρο- Τζιμ που με κοιτούσε βλοσυρά πάνω από την εφημερίδα του και κίνησα για την αγορά καθώς τέτοια ώρα την έβλεπα συνήθως να κάνει τα ψώνια της.

Γύρισα κάθε μαγαζί και κάθε πάγκο αλλά η Ματίλντα άφαντη. Κουβαλώντας πάνω μου όλο το βάρος του κόσμου επέστρεψα στη σπηλιά μου και ξάπλωσα ντυμένος στο σαραβαλιασμένο μου κρεβάτι με τα μάτια ορθάνοιχτα περιμένοντας το επόμενο πρωί.

Αυτή τη φορά ο γέρο- Τζιμ δε μου έδωσε καμία σημασία, είχε συνηθίσει το αγέλαστο πρόσωπό μου. Το απόγευμα ξεκίνησα πάλι τη διαδρομή για την αγορά αλλά ένα προαίσθημα μαύρο σαν τα κοράκια που με γλυκοκοιτάζουν κάθε μέρα, μου έτρωγε τα σωθικά.

Όταν έφτασα ήμουν σίγουρος πια ότι κάτι συνέβαινε, ένιωθα το κακό να σέρνεται σαν ερπετό από γωνιά σε γωνιά απλώνοντας παντού τη μαύρη του σκόνη. Παντού υπήρχαν πηγαδάκια από γυναίκες που ψιθύριζαν με γουρλωμένα μάτια και τρομαγμένα βλέμματα. Έφτασα στον πάγκο της Κονστάνς και πασχίζοντας να κρύψω το τρέμουλο στη φωνή μου τη ρώτησα τι είχε συμβεί κι επικρατούσε τόση αναστάτωση.

Από το επόμενο δευτερόλεπτο όμως δεν ήμουν πια παρά ένα ανθρώπινο σκουπίδι και αυτό θα παραμείνω μέχρις ότου βρω το κουράγιο να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα και να λυτρωθώ δια παντός από τον εφιάλτη που είναι πλέον η ζωή μου.

Γιατί κανένας πόνος δε μου έσκισε έτσι την ψυχή στα δύο, ούτε ο θάνατος του πατέρα μου, ούτε εκείνος της μάνας μου δε με διέλυσαν τόσο ολοκληρωτικά όσο η στιγμή που έμαθα ότι η Ματίλντα έσβησε σαν το κεράκι από μια αρρώστια που ο γιατρός δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Ότι η μάνα της δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μέσα σε δυο μέρες έχασε τη μονάκριβη κόρη της από κάτι που έμοιαζε με παράξενο πυρετό. Η Κονστάνς ήξερε όλες τις λεπτομέρειες και είχε μεγάλη όρεξη να τις μοιραστεί μαζί μου αλλά δεν την άκουγα πια.

Δεν είχα αυτιά, δεν είχα μάτια, δεν είχα ψυχή.

Δεν έχω αυτιά, δεν έχω μάτια, δεν έχω ψυχή.

Δεν είμαι παρά ένας δειλός καταραμένος που περιμένει υπομονετικά τη σειρά του για την Κόλαση.

Ζώντας την κάθε μου μέρα σα να είμαι ήδη εκεί.

Και παρακαλώντας αυτή τη θεία ψυχή να ακούσει με κάποιο τρόπο τα παρακάλια μου και να με συγχωρέσει για το κακό που της προκάλεσα.

Γιατί στην πραγματικότητα το μόνο που θέλησα ποτέ ήταν να τη λούσω με αγάπη. Μια αγάπη που θα διέλυε την κάθε της Κόλαση και θα γινόταν ένας Παράδεισος και για τους δυο μας.

Εκείνη όμως προτίμησε να πεθάνει παρά να σκλαβώσει την ψυχή της.

Και αυτό από μόνο του με κάνει να την αγαπώ ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο απεγνωσμένα.