Έχουν περάσει πέντε χρόνια από εκείνη την Κυριακή που άκουσα τη φωνή σου για τελευταία φορά. Δε λεω την τελευταία φορά που σε είδα γιατί σε είδα και δυό μέρες μετά στην κηδεία σου ξαπλωμένο τίγκα στο γαρούφαλο και σκέφτομαι πλέον πόσο θα ξενέρωνες αν ήξερες ότι το κοστούμι το μπλε το Boss που διάλεξες για την κηδεία, δεν το είδε κανένας τελικά από το πολύ λουλούδι.
 
Σήμερα δεν θα σου πω ψέματα, άλλωστε απ’ όταν ξεμπέρδεψα με την εφηβεία που σε είχα φλομώσει, άρχισα να απολαμβάνω το να σε σοκάρω με την ειλικρίνεια μου κι έτσι σιγά σιγά το έκοψα τελείως. Δεν θα σου πω ψέματα λοιπόν, όλο το νταηλίκι που σου πλάσαρα τα 6 χρόνια που πάλευες με την αρρώστια  ήταν μια μπούρδα και μισή.
 
Με το που έφυγες κατέρρευσε το σύμπαν μου όλο. Πέρασα από κάθε πιθανή φάση: άρνηση, θυμό, κατάθλιψη, οργή, παραίτηση, απλούστευση, μεταφυσικές ερμηνείες, ορθολογιστικές ερμηνείες, στροφή στη θρησκεία και τελικά οριστική παραμονή στον αγνωστικισμό. Αλλά τελικά είχες δίκιο ρε γαμώτο. Αλοίμονο σε αυτούς που φεύγουν. Ήρθε κάποια στιγμή που δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια, που άρχισα να μη σε σκέφτομαι κάθε μέρα. Και μετά περνούσαν δυο και τρεις μέρες χωρίς να σε σκεφτώ. Στην αρχή φοβήθηκα, ντράπηκα, γέμισα ενοχές, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα προσπαθώ να θυμάμαι κάτι από σένα κάθε μέρα. Και η αλήθεια είναι ότι το τήρησα μέχρι που ήρθε στον κόσμο ο γιος μου και γέμισε τόσο τη ζωή και τις μέρες μου που έπρεπε να προσπαθήσω να θυμάμαι να ικανοποίησω τις βασικές μου ανάγκες.
 
Κι έτσι σήμερα δε με πονάει πια η καθημερινότητα μακριά σου. Υπάρχουν όμως αυτές οι μικρές λεπτομέρειες, αυτές οι στιγμές που έχω ζήσει που θα ήταν τόσο πιο όμορφες αν ήσουνα εδώ. Και καμιά φορά αρκεί μια τέτοια λεπτομερειούλα να με σμπαραλιάσει ξανά. Γι’ αυτό σου γράφω σήμερα. Μια που τελειώσαν πια τα μνημόσυνα και όλα αυτά που σιχαινόσουνα ούτως ή άλλως και τα κάναμε μόνο για να μην πει ο κόσμος (ναι ξέρω στ’ αρχίδια σου τι θα πει), μια που σταμάτησες να έρχεσαι στα όνειρα μου όπως ερχόσουν κάποτε κι έχω επιτρέψει σε ένα κομμάτι μου που ακόμα πιστεύει στα απίθανα, ότι ξαναγεννήθηκες πια και περιφέρεσαι κάπου ως χαρούμενο στρουμπουλό μωρό, μια που ούτε το μνήμα σου υπάρχει πια -κάτι για το οποίο είμαι σίγουρη ότι θα χαιρόσουν απίστευτα,  μια που δεν έχω άλλο τρόπο να επικοινωνήσω μαζί σου, σκέφτηκα να γράψω αυτό το γράμμα, μήπως και το σύμπαν σου μεταφέρει με κάποιο τρόπο την ενέργεια αυτή κι αισθανθείς ότι κάποιος κάπου σε νοιάζεται ακόμα.
 
Πολλές φορές λοιπόν σκέφτομαι όλα αυτά που θα ήταν αλλιώς αν ήσουν εδώ και θέλω σήμερα να επιτρέψω στον εαυτό μου να περιγράψει εικόνες αυτών των πραγμάτων.
 
Αν ήσουνα εδώ, θα ήταν εδώ και η αγαπημένη μας βερικοκιά και τα λουλούδια στον κήπο θα ήταν όλα ανθισμένα.
 
Αν ήσουνα εδώ τα Χριστούγεννα θα ήταν ακόμα γλέντι τρικούβερτο και όχι απεγνωσμένες προσπάθειες δικές μου να μιμηθώ περασμένα μεγαλεία.
 
Αν ήσουνα εδώ, θα είχα πάει σίγουρα στα εστιατόρια που αγαπούσες και που εδώ και χρόνια για κάποιο λόγο διστάζω να πάω.
 
Αν ήσουνα εδώ, θα είχα ακόμα κάποιον να τσακώνομαι.
 
Αν ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε ακόμα για ψώνια μαζί και θα το έπαιρνες πάνω σου κάθε φορά που θα σου λέγανε ότι είναι απίστευτο ότι ειμαι κόρη σου και πόσο χρονών είσαστε καλέ.
 
Αν ήσουνα εδώ, θα με είχες πάει εσύ στην εκκλησία νύφη και θα είχαμε αφιερώσει σίγουρα περισσότερο χρόνο για να βρούμε το κοστούμι σου παρά το νυφικό μου! 🙂
 
Κι αν ήσουνα εδώ, ο γάμος μου θα ήταν ο πιο ωραίος γάμος του κόσμου.
 
Και θα μου έλεγες τότε που σταμάτησα να δουλεύω στο σχολείο ότι αυτοί θα χάσουν και θα τους στόλιζες με τα αγαπημένα σου κοσμητικά.
 
Αν ήσουνα εδώ, θα ερχόσουν σίγουρα στην Κωνσταντινούπολη συνέχεια και θα ήθελες να πάμε να σου δείξω “τις χλίδες” και να σου πω πού έχει το καλύτερο φαί γιατί εσύ μαλακίες δεν τρως.
 
Αν ήσουνα εδώ θα χαιρόσουν απεριόριστα όταν μάθαινες ότι είμαι έγκυος και ότι ο γιος μου θα έχει το όνομα σου. Και σίγουρα θα κερνούσες όλους σου τους φίλους για να το γιορτάσεις.
 
Και θα ήσουν εκεί τη μέρα που γεννήθηκε να τον πάρεις αγκαλιά.
 
Και θα έβρισκες με το ζόρι κάτι πάνω του να πεις ότι πήρε από σένα και θα καμάρωνες για το κενό ανάμεσα στα δοντάκια του.
 
Αν ήσουν εδώ θα ήταν όλα πιο χαρούμενα ακόμα και τώρα που τα πάντα καταρρέουν γύρω μας γιατί πολύ απλά θα έβρισκες πάντα μια δικαιολογία για γιορτή και γλέντι “να πάνε κάτω τα φαρμάκια”.
 
Αν ήσουνα εδώ, θα ήμουν ακόμα το κοριτσάκι κάποιου και θα ένιωθα αυτή τη σιγουριά ότι όλα θα πάνε καλά όσο κι αν αυτό είναι ένα τεράστιο ψέμα. Το ξέρω πια γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι το να αγωνίζεσαι να πανε όλα καλά στη ζωή του παιδιού σου. Και ξέρω ότι έκανες το παν και δεν ήταν στο χέρι σου.
 
Αν ήσουνα εδώ θα είχα ήδη πει στο γιο μου τόσα πολλά για σένα. Και θα τον μάθαινα τώρα να λέει “Παππού”.
 
Όμως δεν είσαι εδώ.
 
Και καμία φορά όταν πάει να με πάρει από κάτω, θυμάμαι εκείνη τη σκηνή μέσα στο παλιό σου αμάξι, που τραγουδούσες δυνατά και χτυπούσες τα δάχτυλα σου με αυτό το τραγούδι που λέγανε τα“Παιδιά από την Πάτρα”:
 
«Όταν πεθάνω ρε κουφάλες χάρισμα σας, τα δάκρυα σας και τα μαύρα τα γυαλιά σας…»
Τότε είχα τρομοκρατηθεί κι αναρωτιόμουν ποιός ανόητος έφτιαξε ένα τέτοιο τραγούδι. Τώρα όμως χαμογελαώ κάθε φορά που το θυμάμαι.
 
 
 
Τέλος, θελω να σου πω ότι ηθελα για πολύ πολυ καιρό να ανεβάσω αυτό το βιντεάκι με τις φωτογραφίες σου στο Ίντερνετ. Αλλά σκεφτόμουν μήπως δεν είναι σωστό και διάφορα άλλα τέτοια. Πλέον όμως είμαι σίγουρη:
 
Αν ήσουνα εδω, θα είχες σίγουρα λογαριασμό στο Facebook και θα με έβαζες να σου ανεβάσω φωτογραφίες και θα καμάρωνες και με τα λαικ. 
 
Σα να σε ακούω: “Βασίλω, πσσσς τι ωραίος που είμαι ο πούστης ε;” Κι εγώ θα σήκωνα το φρύδι μου και θα μούγκριζα ειρωνικά και θα γελούσαμε και όλα θα ήταν τέλεια.