Στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας και αναστέναξε ευτυχισμένη κοιτάζοντας το μικρό δωμάτιο.

‘Τι κι αν είναι μικρό; Εδώ μέσα, σε λίγο καιρό θα χωρέσει όλη η ευτυχία του κόσμου’, σκέφτηκε χαϊδεύοντας τρυφερά την κοιλιά της.

«Μην ανησυχείτε μικρούλια μου, θα τα καταφέρουμε μια χαρά. Η μανούλα είναι εδώ για σας!», ψιθύρισε.

Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια μικρή κοφτή εισπνοή. Της άρεσε τόσο η μυρωδιά των φρεσκοβαμμένων τοίχων αλλά ταυτόχρονα φοβόταν λιγάκι μήπως τα χημικά βλάψουν τα μωρά της. Είχε διαλέξει ένα χρώμα βεραμάν που της φαινόταν ότι θα είναι καλό, τόσο για το αγοράκι όσο και για το κοριτσάκι της. Είχε φανταστεί πως αργότερα θα κολλούσε αυτοκόλλητα λουλούδια από τη μεριά που ήταν η κούνια της κόρης της και ζωάκια από τη μεριά που θα κοιμόταν ο γιος της. Μέτρησε πάλι τις εβδομάδες. Τριάντα. Τριάντα βδομάδες τώρα, κουβαλούσε αυτά τα δύο πλασματάκια στο σώμα της μέρα νύχτα. Έκανε τα πάντα μαζί τους, έτρωγε, περπατούσε, κοιμόταν. Και σε δύο μήνες το πολύ, θα έπρεπε να τα αποχωριστεί, θα έπρεπε να τ’ αφήσει να βγουν από το σώμα της και μάλιστα βίαια. Ο γιατρός ήταν απόλυτος, λόγω ηλικίας η καισαρική τομή ήταν μονόδρομος.

Ζάρωσε το μέτωπό της ενοχλημένη. Άσχημες σκέψεις άρχισαν να τριγυρνάνε γύρω από το κεφάλι της κι εκείνη το κούνησε δεξιά αριστερά προσπαθώντας να τις διώξει, χωρίς μεγάλη επιτυχία. «Γηριατρική εγκυμοσύνη», «πρόωρη γέννηση», «αποβολή», «διαβήτης κύησης», «χρωμοσωμικές ανωμαλίες», κουβέντες που είχε ακούσει τόσες και τόσες φορές, προσπαθούσαν να κυριέψουν το νου της και να της χαλάσουν τη διάθεση.

«Σιωπή, σκάστε!» τους φώναξε αγριεμένη, καταφέρνοντας να τις κάνει να χαμηλώσουν την έντασή τους και να πετάξουν από το παράθυρο σα μαύρα πουλιά.

Μπήκε στο δωμάτιο αργά, περπάτησε αθόρυβα στην παχιά κρεμ μοκέτα κι άρχισε να χαϊδεύει τα πράγματα των μωρών και ταυτόχρονα να σβήνει με το νου της τα ήδη αγορασμένα από τη λίστα με τα απαραίτητα: κούνιες, αλλαξιέρα, φωτιστικό, πολυθρόνα θηλασμού. Τα πιο δύσκολα τα είχε ήδη τακτοποιήσει.

Τώρα έμεναν τα πιο ευχάριστα, αυτά που ονειρευόταν μια ζωή, μικρά ρουχαλάκια, φορμάκια και καλτσούλες, αυτά όμως θα έπρεπε να περιμένουν λιγάκι ακόμα για να είναι σίγουρη ότι… όχι, όχι, όχι άλλες κακές σκέψεις. Τα μωρά της θα έρχονταν σε αυτόν τον κόσμο και θα ήταν υγιέστατα. Και θα τα θήλαζε για όσο άντεχαν τα γερασμένα στήθη της και θα τα χάιδευε για όσο άντεχαν τα πονεμένα της χέρια και θα τους διάβαζε μέχρι που δεν θα είχε πια φωνή και θα τα τάιζε και θα τα έβλεπε να μπουσουλάνε και ύστερα να περπατάνε και να μεγαλώνουν και να λάμπουν σαν αστεράκια τ’ ουρανού και θα έπαιζε μαζί τους μέχρι να θελήσουν να μείνουν μόνα τους σε δωμάτια με κλειστές πόρτες που θα γράφουν απέξω «μην ενοχλείτε».

Οι φίλες της, εκείνες που εδώ και καιρό ήταν πια εξαφανισμένες, είχαν προσπαθήσει αμέτρητες φορές να τη μεταπείσουν.  «Δεν φέρνουν μόνο τα παιδιά την ευτυχία», «έχετε ο ένας τον άλλον», «είσαι τυχερή που δεν έχεις ένα μικρό διάβολο να ρουφάει κάθε ίχνος από την ενέργειά σου», «τα παιδιά είναι μπελάς», «εσύ μπορείς να πηγαίνεις όπου θέλεις με τον άντρα σου χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν». Θραύσματα λέξεων, κουβέντες χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης, ειπωμένες από στόματα που έχουν χορτάσει να λένε λόγια αγάπης σε μικρά αγγελούδια, από στόματα που έχουν μοιράσει εκατομμύρια φιλιά σε κοιμισμένα κεφαλάκια, που έχουν μπουχτίσει να ξεστομίζουν οδηγίες κι έχουν φτάσει στο σημείο να αμολάνε μόνο παρατηρήσεις και φωνές. Εκείνη όμως, δεν είχε προλάβει να γευτεί ούτε γουλιά από αυτό το θεϊκό νέκταρ της μητρότητας, δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά σε εκείνη την ιδανική εικόνα ευτυχίας που οι άλλοι θεωρούσαν τόσο δεδομένη, που τους κούραζε όπως μια τσίχλα που είχε χάσει πια τη γεύση της κι έμοιαζε με ξεχειλωμένο λάστιχο.

Ο άντρας της ήρθε στη ζωή της αργά, όταν είχε πια πιστέψει ότι δεν υπήρχε για εκείνη η παραμικρή ελπίδα να γνωρίσει την ευτυχία. Ήταν ήδη σαράντα επτά χρονών, δούλευε σε γκισέ στα ΚΕΠ της γειτονιάς της και η κάθε της μέρα ήταν φωτοτυπία της προηγούμενης, αλλά δεν παραπονιόταν για τη δουλειά. Της άρεσε που μπορούσε να τελειώνει νωρίς και να έχει την δυνατότητα να κάνει τα πράγματα που αγαπούσε. Να περπατάει στην αγορά και να χαζεύει τις βιτρίνες, να προσποιείται ότι ψάχνει κάτι και να ρωτάει αν υπάρχει στο νούμερό της και ύστερα να λέει ότι θα το σκεφτεί λιγάκι, να αγοράζει χάντρες από το χαντράδικο για κολιέ που δεν έφτιαχνε ποτέ και κυρίως να ψωνίζει στο φαρμακείο.

Αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της μέρος απ’ όλα. Είχε ανοίξει πριν από τέσσερα χρόνια στη θέση μιας πανάκριβης μπουτίκ που την εκνεύριζε επειδή δεν έβαζε ποτέ τιμές στα ρούχα αλλά κυρίως επειδή οι πωλήτριες από ένα σημείο και μετά, όταν κατάλαβαν ότι δεν θα αγόραζε ποτέ τίποτα, σταμάτησαν να της δίνουν σημασία και καμώνονταν ότι έχουν κάποια πολύ σημαντική δουλειά να κάνουν. Όταν είδε τα αυτοκόλλητα «Ενοικιάζεται» στις τζαμαρίες του καταστήματος, η καρδιά της σκίρτησε από χαρά και περιέργεια. Λίγο καιρό μετά, το τεράστιο φαρμακείο με τα αμέτρητα μπουκαλάκια του, είχε πάρει τη θέση που του άξιζε στην αγορά.

Τα αγαπούσε τα φαρμακεία, φώναζαν από μακριά παρηγοριά και αγάπη, έλα στην αγκαλιά μου κι εγώ θα διώξω τον πόνο σου, θα γιατρέψω τις πληγές σου, θα δυναμώσω το ανοσοποιητικό σου, θα κάνω τα μαλλιά σου να λάμπουν, το δέρμα σου να μυρίζει κανέλα και άνθη εσπεριδοειδών. Μα πιο πολύ απ’ όλα αγαπούσε αυτό το φαρμακείο που ανοίγοντας εκεί, είχε διώξει τις κατσούφες πωλήτριες από τη βόλτα της.

Σε μία από εκείνες τις βόλτες λοιπόν, ενώ βρισκόταν μέσα στο αγαπημένο της φαρμακείο, γνώρισε τον Θανάση, μπροστά από τα ράφια με τα συμπληρώματα διατροφής. Ζήτησαν και οι δύο κάψουλες με βιταμίνη D μιας συγκεκριμένης ετικέτας, υπήρχε μόνο ένα μπουκαλάκι, κανείς από τους δύο δεν ήθελε να πάρει άλλη μάρκα γιατί τις είχαν δοκιμάσει όλες και αυτή ήταν η μόνη που έκανε πραγματική δουλειά όπως είπε χαρακτηριστικά ο Θανάσης. Η πωλήτρια έλυσε το πρόβλημα λέγοντάς τους ότι θα είχε παραλαβή σε δύο ώρες αν ο ένας από τους δυο ήθελε να ξαναπεράσει. Τότε ο Θανάσης, μάζεψε όλο του το θάρρος, και της πρότεινε να καθίσουν μαζί στη διπλανή καφετέρια και να την κεράσει έναν καφέ μέχρις ότου έρθει η επόμενη παραλαβή.

Δέχτηκε ντροπαλά, δε θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε βγει ραντεβού με κάποιον, δε θυμόταν καν πότε ένα άλλο ανθρώπινο ον είχε προσφερθεί να την κεράσει το οτιδήποτε. Εξεπλάγη και η ίδια από τη ζεστασιά που απλώθηκε μέσα της, από το πόσο διαφορετική ακουγόταν ακόμα και η φωνή της καθώς του μιλούσε, έχοντας πετάξει μακριά την επαγγελματική χροιά που χρησιμοποιούσε σε όλες τις συναναστροφές και τις συναλλαγές της καθώς μιλούσε πάντοτε λες και συνέχιζε να βρίσκεται στο γκισέ των ΚΕΠ καθόλη τη διάρκεια της ημέρας. Δεν ήταν όμορφος, δεν ήταν καν γοητευτικός με τον τρόπο του, ήταν από εκείνους τους γκρίζους ανθρώπους που δεν τους προσέχει κανείς, από εκείνους που χρειάζεται να μιλήσουν δύο φορές πιο δυνατά από τους υπόλοιπους για να τραβήξουν την προσοχή. Εκείνη όμως το είδε, αυτό που δεν είχε δει καμία άλλη όλα τα χρόνια της γκρίζας του ζωής ως αρσενικό επάνω σε τούτον τον πλανήτη. Εκείνος της μιλούσε, της χαμογελούσε, της έλεγε για την αφόρητα βαρετή δουλειά του στην τράπεζα, -αχ, πόσο τον καταλάβαινε, κι εκείνη πρόσεχε το στήθος του. Ήταν λίγο παραπάνω φουσκωμένο, το παραγέμιζε μια πελώρια κόκκινη καρδιά, ξέχειλη από αγάπη που πάσχιζε να δοθεί. Πριν τελειώσουν καν οι δύο ώρες, ήθελε να πάρει στα χέρια της αυτή την πελώρια καρδιά και να την παρηγορήσει, να τη φιλήσει, να της γιατρέψει όλες τις πληγές, γιατρεύοντας έτσι παράλληλα και την ερημιά της δικής της.

Παντρεύτηκαν έξι μήνες μετά στο Δημαρχείο της πόλης με καλεσμένους λίγους συναδέλφους τους και κουμπάρους τη μοναδική παιδική φίλη που της είχε απομείνει και τον προϊστάμενο και φίλο του Θανάση από την τράπεζα, μέσα σε μια θάλασσα από ανακουφισμένες ευχές και ψιθύρους–ευτυχώς, ευτυχώς, που βρήκαν ο ένας τον άλλον έστω και τώρα, και συγκινημένες αγκαλιές. Εκείνη σαράντα επτά, εκείνος πενήντα τρία. Με μια απέραντη, άμετρη λαχτάρα για οικογένεια, για ζεστασιά, για παιδικά γέλια και κλάματα.

Μόνο που η αγάπη δεν έφτανε, η λαχτάρα δεν ήταν αρκετή για να διώξει την σκοτεινιά από τα βλέμματα των γιατρών, δεν έκανε τα σκληρά σαν πρόκες λόγια τους να μαλακώσουν. Στη ζωή αυτή δυστυχώς, αν είσαι γυναίκα, δεν φτάνει να θέλεις παιδιά, πρέπει και να προλάβεις να τα κάνεις όσο είναι νωρίς. Και αν δεν τα καταφέρεις θα είσαι υποχρεωμένη να απαντάς σε ερωτήσεις που μοιάζουν με αλυσοπρίονα που κόβουν το άτεκνο κορμί σου σε κομμάτια και τα στοιβάζουν σαν ξύλινα τουβλάκια: Μα τι περίμενες; Γιατί το καθυστέρησες τόσο; Δεν ξέρουμε αν προλαβαίνεις τώρα πια!

Όμως εκείνη πρόλαβε, τα κατάφερε, λίγο πριν ο διαιτητής σφυρίξει τη λήξη του αγώνα, λίγο πριν αναγκαστεί να πάρει απόφαση ότι θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής της χωρίς να κάνει πραγματικότητα το ένα και μοναδικό της όνειρο και μάλιστα χωρίς να έχει καν το δικαίωμα να παραπονιέται, αφού εκείνη μπόρεσε τουλάχιστον, έστω και αργά, να βρει τον άνθρωπό της, την ώρα που άλλοι δεν τον βρίσκουν ποτέ.

Κοιτάχτηκε τώρα στον καθρέφτη του μπάνιου και ξεκίνησε να βάζει το κραγιόν της, εκείνο το σκούρο μελιτζανί που όλοι της έλεγαν ότι την αγριεύει αλλά εκείνη έβρισκε ότι ταίριαζε τέλεια με τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Έβαψε τα μάτια της λίγο παραπάνω σήμερα με το μαύρο μαλακό μολύβι, ήθελε να είναι όμορφη για τα μωρά της, να έχουν μια όμορφη μαμά. Τα μπουκαλάκια με τα χάπια στο ράφι του μπάνιου, την κοιτούσαν παρακλητικά αλλά εκείνη τους έβγαλε τη γλώσσα αυθάδικα, σα μικρό παιδί που έχει κάνει σκανταλιά. Αυτός ο ανόητος γιατρός ήταν πολύ γελασμένος αν πίστευε ότι θα ταΐσει τα παιδιά της με όλα αυτά τα χημικά. Για να τον ξεφορτωθεί, είχε αρχίσει να προσποιείται ότι τα παίρνει με θρησκευτική ευλάβεια. Του έλεγε μάλιστα και όλα αυτά που ήθελε ν’ ακούσει.

«-Μαργαρίτα, θυμάσαι που είπαμε την προηγούμενη φορά ότι κάτι άσχημο συνέβη στον Θανάση και στα μωρά πριν πέντε χρόνια;

-Ναι φυσικά, τα θυμάμαι όλα.

-Πες μου, τι θυμάσαι;

-Ότι κάτι άσχημο συνέβη, δεν θέλω να το πω.

-Εντάξει, θα το κάνεις στο δικό σου χρόνο. Παίρνεις τα χάπια σου;

-Ναι γιατρέ. Ναι, φυσικά».

Και κάπου σ’ εκείνο το σημείο, ενεργοποιούσε το μηχανισμό που είχε ανακαλύψει, εκείνον που μπορούσε να λέει στον γιατρό τις κουβέντες που έπρεπε ενώ εκείνη την ίδια στιγμή σκεφτόταν όλα τα διακοσμητικά στοιχεία που αναδείκνυαν όσο πιο τέλεια γίνεται το βεραμάν δωμάτιο των παιδιών.

Φόρεσε τα παπούτσια της, κάτι δερμάτινες εσπαντρίγιες χωρίς κορδόνια -για να μη χρειάζεται να σκύβει και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι η κοιλιά της είχε πια ξεφουσκώσει επικίνδυνα. Δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να γίνει αυτό, δεν θα αποχωριζόταν τόσο εύκολα αυτό το υπέροχο καμαρωτό τούρλωμα, εκείνο που φώναζε σα να είχε ενσωματωμένο μεγάφωνο: «δείτε, δείτε πόσο λάθος κάνατε όλοι σας!». Άρπαξε ένα τετράγωνο μαλακό μαξιλάρι από τον καναπέ, το στερέωσε στο κολάν της κι έριξε από πάνω τη ριχτή της μπλούζα, είχε πια δεκάδες από δαύτες, ο Θανάσης της είχε αγοράσει ολόκληρη συλλογή από την μπουτίκ με τα ρούχα εγκυμοσύνης. Πολύ καλύτερα. Τώρα τα μωρά μου φαίνονται καλύτερα. Φόρεσε το ψάθινο, πλατύγυρο καπέλο της, χαμογέλασε στο είδωλο της και ξεκίνησε για τον αγαπημένο της περίπατο ξεχνώντας να κλείσει το παράθυρο του σαλονιού κι επιτρέποντας έτσι σ’ ένα σκανταλιάρικο  ανοιξιάτικο ρεύμα να τρυπώσει και ν’ ανακατέψει τη στοίβα με τα χαρτιά πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ένα γκρίζο απόκομμα εφημερίδας ταξίδεψε μέχρι το ξύλινο πάτωμα.

Τραγωδία στην Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας

Τραγικό τροχαίο σημειώθηκε χθες στην Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας. Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια του ενός οχήματος ο πενηνταπεντάχρονος οδηγός, ενώ η σαρανταεννιάχρονη σύζυγός του η οποία κυοφορούσε δίδυμα, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατος των βρεφών.