“Και τώρα, θέλω να κλείσετε τα μάτια, να φανταστείτε ότι στο κέντρο της συνειδητότητας σας υπάρχει ένας φωτεινός κύκλος και να προβάλλετε στον κύκλο αυτόν, μια στιγμή απόλυτης ευτυχίας…”
Αφού καταπίεσα το φυτό που κρύβω (όχι πολύ καλά) μέσα μου, που ήθελε να σηκώσει χέρι και να κάνει μερικές διευκρινιστικές ερωτησούλες, του τύπου “Ο κύκλος, να είναι μεγάλος σαν τον ήλιο, ή μικρός σαν πιατάκι του καφέ;” και “όταν λέμε ευτυχία, εννοούμε σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα, ή γενικά θα πρέπει να είναι η ευτυχία που προκύπτει από το μέσο όρο της ευτυχίας σε όλους τους τομείς;” και άλλα παρεμφερή, και αφού βεβαιώθηκα ότι όλοι οι καθισμένοι σε στάση του λωτού γύρω μου, είχαν κλείσει τα μάτια, ακόμα και η δασκάλα, με πολύ κόπο και βάσανο τα έκλεισα κι εγώ.

Και αφού κατάφερα να πνίξω τη φωνούλα μέσα μου που φώναζε σκασμένη στα γέλια “Μα τι άλλη μ@λ@κί@ θα κάνεις πια σ’αυτή τη ζωή;” έφερα στο μυαλό μου, γιατί δεν είμαι σίγουρη και κατά που πέφτει αυτή η συνειδητότητα, την εικόνα ενός φωτεινού κύκλου, και περίμενα να δω τι θα γίνει. Και περίμενα και περίμενα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ν’ανοίξω το ένα μάτι να κατασκοπεύσω τους συν-γιόγκιζ αλλά φοβήθηκα μήπως με τσακώσει η δασκάλα και μου κάνει παρατήρηση οπότε παρέμεινα όπως ήμουν. Μετά μου ήρθε η φαεινή ιδέα να δοκιμάσω αν μπορώ να πάρω κανέναν υπνάκο στο καθιστό, όσο να πεις είναι κι αυτό ένα είδος επιτυχίας της άσκησης. Και ξαφνικά, εκεί που άρχισα να νανουρίζομαι, από το κέντρο του κύκλου, εντελώς απρόσμενα, πετάχτηκε ένα βλαστάρι. Και άρχισε να μεγαλώνει και να ψηλώνει και να γίνεται κλαδί, κορμός, δέντρο και ν’απλώνει τα δικά του κλαδιά και να γεμίζει μικρά, μωβ λουλουδάκια. Και το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν ότι μπορούσα να μυρίσω το άρωμα τους σα να βρισκόμουν στ’ αλήθεια μπροστά στο δέντρο.

Όμως για ένα λεπτό! Το ξέρω αυτό το δέντρο! Δεν το γέννησε η φαντασία μου! Είναι το δέντρο που βρισκόταν στην πίσω αυλή του μαγαζιού του πατέρα μου τότε που πήγαινα ακόμα Δημοτικό. Και σιγά σιγά, άρχισε να χτίζεται γύρω απ’το δέντρο αυτό, μια εικόνα απόλυτης ευτυχίας. Είναι Απρίλιος και το δέντρο είναι ολάνθιστο. Βλέπω εμένα, έντεκα χρονών, με κοντομάνικο μπλουζάκι και φόρμα να πλησιάζω το δέντρο, μ’ένα βιβλίο στο χέρι “Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου”, να σκαρφαλώνω στο δέντρο από τα χαμηλά κλαδιά και να κάθομαι στην πιο ψηλή διχάλα του και να διαβάζω το βιβλίο μου. Και βλέπω τα συναισθήματα μου να ξεπετάγονται από μέσα μου σαν μεγάλες χρωματιστές σαπουνόφουσκες, τ’αγγίζω και μου δείχνουν πώς αισθάνεται ο μικρός εαυτός μου. Αισθάνομαι… αισθάνομαι κι εγώ, ανάλαφρη σαν σαπουνόφουσκα… Είμαι γεμάτη με φως και αγάπη και μέσα μου δεν υπάρχει καμία σκοτεινή γωνιά. Η αγάπη δεν έχει πονέσει ακόμα, είναι ένα πουγκί γεμάτο ερωτηματικά μέσα στο μυαλό μου, δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα πώς είναι να έχεις ερωτευτεί, να έχεις απογοητευτεί, να έχεις πονέσει. Κι από δω κι από εκεί, όνειρα, αμέτρητα όνειρα πετάνε σαν χρωματιστές πεταλούδες, προλαβαίνω και αρπάζω μερικά και με το που τ’ακουμπάω ακούω την παιδική μου φωνή να τα απαγγέλει σαν μικροσκοπικά ποιηματάκια: μια μέρα θα έχω δικό μου αυτοκίνητο, κόκκινο χρώμα, μια μέρα θα γυρίσω πίσω στην Αθήνα, όταν μεγαλώσω θα γίνω δικηγόρος (ο δάσκαλος το είπε κάτι θα ξέρει), θα χορεύω τέλεια, θα έχω δικό μου σκυλάκι, στον κόσμο θα υπάρχει ειρήνη και αγάπη και τα παιδιά δεν θα πεινάνε πια, θα τρώω όσα παγωτά θέλω, ο μπαμπάς θα μ’αφήνει να πηγαίνω σε πάρτυ μόνη μου..

Κοιτάζω τον μικρό εαυτό μου και απορώ, πώς κατάφερα να ξεχάσω την Πασχαλιά (αλλά πάλι, εδώ κατάφερα να ξεχάσω άλλα κι άλλα). Κάποτε, όταν ακόμα δεν είχε θεριέψει και ήταν μικρό δεντράκι, τότε που πρωτοξεκίνησα να σκαρφαλώνω πάνω της και να κάθομαι με τις ώρες διαβάζοντας κι ακούγοντας μουσική στο τρίκιλο γουόκμαν μου, όπως πήγα να κατέβω δεν κρατήθηκα καλά κι έσκισα τη αριστερή μου γάμπα σ’ένα σπασμένο κλαδί. Ο πόνος ήταν φριχτός και το σημάδι τεράστιο, αλλά κάπου μέσα μου ένιωθα μια κρυφή περηφάνια που είχα παράσημο από τις απειροελάχιστες σκανταλιές μου. Για πολλά χρόνια όταν το κοιτούσα θυμόμουνα την Πασχαλιά, αλλά μεγαλώνοντας άρχισε να μ’απασχολεί περισσότερο το πώς δεν θα φαίνεται παρά το αντίθετο. Μέχρι που το ξέχασα πια τελείως και μαζί μ’αυτό και την Πασχαλιά. Και να που σήμερα, που είναι πάλι Απρίλης, ξεπετάχτηκε από το πουθενά για να μου θυμίσει ότι είναι συνδεδεμένη με στιγμές απόλυτης, απόλυτα ασυνείδητης ευτυχίας. Γιατί σε μένα η ευτυχία είναι πάντα έτσι: ασυνείδητη. Πάει να πει, ότι σχεδόν ποτέ δεν συνειδητοποιώ την ευτυχία την ώρα που τη ζω. Πρέπει να περάσει μια στιγμή, να βεβαιωθώ ότι ολοκληρώθηκε χωρίς παρατράγουδα για να την βαφτίσω ευτυχισμένη εκ των υστέρων. Αλλά τώρα που έμαθα αυτό το κολπάκι, ίσως καταφέρω να γυρνάω όποτε θέλω και να κάνω βουτιά σε παλιές ευτυχισμένες στιγμές. Αν είναι να νιώθω τόσο υπέροχα…

“Και τώρα, θέλω σιγάα, σιγάαα…”
Α, όχι, όχι, ποιος μου μιλάει τώρα;
“…ν’ανοίξετε τα μάτια σας…” 
Τι; Ούτε καν! Δεν ανοίγω τίποτα! Σε παρακαλώ, είναι όλα τόσο τέλεια!
…να φέρετε τα χέρια σας σε θέση προσευχής και… Namaste!”
Πού είμαστε; Εγώ μια χαρά είμαι εδώ δεν πάω πουθενά!


Όταν η δασκάλα ήρθε να με πιάσει απ’τον ώμο, έπρεπε να με ταρακουνήσει ελαφρώς και να με ρωτήσει αν είμαι καλά για να καταφέρω ν’αποχωριστώ την Πασχαλιά μου. Κι όταν άνοιξα τα μάτια μου κατάλαβα ότι το χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει απ’το πρόσωπο μου.

Στο δρόμο για το σπίτι μάδησα με τρόπο όσο περισσότερες Πασχαλιές μπορούσα και γέμισα τα βάζα στο σαλόνι μου. Ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει πόση ευτυχία μπορεί να χωρέσει σ’αυτά τα μικρά μοσχοβολιστά μώβ λουλουδάκια.