“Γείτονες είναι κάτι άνθρωποι που μένουν στην ίδια πολυκατοικία με σένα όταν το σπίτι σου είναι πολυκατοικία και δεν είναι σαν της φίλης μου της Ελενίτσας που είναι σαν της Barbie για να μένει μέσα σκέτη αυτή με την οικογένεια της. Εμάς πάντα τα σπίτια που μέναμε είχανε και γείτονες. Άλλες φορές πάνω από το σπίτι μας, άλλες κάτω κι άλλες δίπλα. Οι γείτονες είναι καλοί άνθρωποι αλλά κάνουν πάντα πάρα πολλή φασαρία κι εγώ δεν μπορώ να διαβάσω και να κοιμηθώ. Παλιά που ήμουν πιο μικρή, οι γειτόνισσες καμιά φορά έρχονταν στο σπίτι μας και πίνανε καφέ με τη μαμά αλλά τώρα που μεγάλωσα οι κυρίες έρχονται μόνο για να ζητήσουν κάτι που λέγεται κοινόχρηστα και δεν μπαίνουν μέσα εκτός από την κυρία Σωσώ που είναι καλή και αγαπάει τη μαμά μου.

Οι γείτονες που μένουν από πάνω σου φωνάζουν πάντα πάρα πολύ και ειδικά κάποια κυρία Πουτάνα που ποτέ δεν έχω καταλάβει ποια είναι και πώς γίνεται να μένει κάθε φορά με τους από πάνω όσα σπίτια κι αν αλλάζουμε. Μέχρι και στο Παρίσι ο κύριος που έμενε από πάνω μας τη φώναζε στα γαλλικά “Putain, Putain!”. 

Οι κυρίες μάλλον είναι πολύ τεμπέλες γιατί πάντα λένε “Βαρέθηκα πια” και το ξέρω αυτό γιατί ο μπαμπάς λέει ότι όποιος βαριέται είναι τεμπέλης. Επίσης λένε πολλές φορές “Ασταδιάλα” το οποίο η μαμά λέει ότι είναι κακιά λέξη κι εγώ δεν κάνει να το λέω αλλά η θεία Νταίζη πολλές φορές το λέει όταν της λες κάτι που την εντυπωσιάζει. Άρα μπορεί και οι γειτόνισσες από πάνω να εντυπωσιάζονται πολύ συχνά, ποιος ξέρει;

Επίσης οι γείτονες πολλές φορές κάνουν πάρτι κι εγώ ζηλεύω γιατί εμείς κάνουμε πάρτι μόνο τα Χριστούγεννα που είναι η γιορτή του μπαμπά, αλλά και πάλι εμείς ποτέ δεν βάζουμε τόσο δυνατά τη μουσική. Όταν κάνουν πάρτι οι γείτονες εγώ δεν κοιμάμαι γιατί μου αρέσει πολύ η μουσική αλλά την άλλη μέρα νυστάζω και κοιμάμαι στο σχολείο.

Ο μόνος γείτονας που δεν έκανε φασαρία ήταν ο κύριος Διονύσης που έμενε απέναντι μας στο Χαλάνδρι που ήταν πολύ ήσυχος και ήθελε μόνο να κάθεται όλη μέρα στο μπαλκόνι με το βρακάκι του και να κοιτάζει μέσα στο σπίτι μας. Μετά από μερικά χρόνια δεν καθόταν πια και νομίζω ότι πέθανε.

Εδώ και λίγο καιρό έχουμε έρθει πάλι σε καινούργιο σπίτι στην Κωνσταντινούπολη και πάλι οι γείτονες κάνουν φασαρία αν κι εδώ δεν έχω ακούσει ακόμα να φωνάζουν την κυρία Πουτάνα, μάλλον βαρέθηκε τις μετακομίσεις κι έμεινε στην Αθήνα. Όμως αυτοί οι γείτονες κοπανάνε συνέχεια πράματα κι εγώ τρομάζω και πετάγομαι στον ύπνο μου. Επίσης έχουν μια γάτα που όλη μέρα κλαίει και νομίζω ότι πεινάει αλλά ντρέπομαι να πάω να χτυπήσω το κουδούνι και να την ταΐσω. Ένα βράδυ μια κυρία φώναζε πολλή ώρα σαν κάποιος να της τραβούσε τα μαλλιά και μετά φώναζε κι ένας κύριος και κάνανε κάτι σαν διαγωνισμό ποιος θα φωνάξει παραπάνω, μια η κυρία, μια ο κύριος, μια η κυρία, μια ο κύριος και μετά και οι δυο μαζί.

Είναι ωραία να έχεις γείτονες για να μη φοβάσαι το βράδυ, αν έρθει κάνας κλέφτης να μπορείς να φωνάξεις βοήθεια και να μπορείς και να ζητήσεις λεμόνι, ή ζάχαρη, ή μαϊντανό, ή κρεμμύδι όπως ζητάνε στη μαμά μου και η μαμά μου πάντα έχει γι’αυτό εκείνη δε ζητάει ποτέ. Αλλά νομίζω ότι όταν μεγαλώσω εγώ θα πάρω ένα σπίτι σαν της Ελενίτσας να μένω σκέτη εγώ και η οικογένεια μου.

Αλίκη”