Συνηθίζω να σου γράφω για αυτονόητα πράματα οπότε δεν θα παραξενευτείς που θα σου πω γι’ αυτά που ξέρεις από τα 12 περίπου. Αλλά έτσι καμιά φορά, όταν μοιράζεσαι τα αυτονόητα, νιώθεις ότι ανήκεις, ότι είσαι κομμάτι ενός ενιαίου οργανισμού και όχι ένα μικροσκοπικό μυρμηγκάκι στην κορυφή ενός βουνού στην άκρη του κόσμου. Θέλω να σου πω για ‘εκείνες τις μέρες του μήνα’ -που έλεγε και μια παλιά διαφήμιση και να φανώ αντάξια της δήλωσης αγαπητού φίλου που είπε ότι το ‘blog διαβάζεται μόνο αν έχεις περίοδο’.
Μπορεί να είναι κάτι που το ζούμε όλες, αλλά η καθεμιά από μας έχει μια διαφορετική ιστορία να πει για το συγκεκριμένο θέμα. Εγώ για πολλά χρόνια, άνηκα στην παρέα των ‘Δώσε πόνο’, σε σημείο που δεν μπορούσα να μιλήσω για 2 μέρες, πήγαινα στη δουλειά και προκαλούσα τέτοιο οίκτο που μου έλεγαν όλοι ‘τράβα σπίτι σου’ και είχα πλουτίσει όλες τις φαρμακοβιομηχανίες.

Επειδή όπως λένε όμως, ο γυναικείος οργανισμός είναι ένα άλυτο μυστήριο, κάποια στιγμή πριν μερικά χρόνια, οι Ορ-μόνες του δικού μου κάτι έπαθαν, κάποια βίδα χάλασε και ο πόνος, μετουσιώθηκε σε οργή, που ενίοτε έπαιρνε τη μορφή και άλλων ακραίων συναισθημάτων (κλάμα με λυγμούς όταν η κυρά Βασίλω βρήκε τον ανεψιό της μέσω του Πακέτου στον Άλφα, ανεξέλεγκτη προθυμία να βοηθήσω στο καθάρισμα του δήμου Χαλανδρίου, αμέριστη αγάπη για τον Αναπτυσσόμενο Κόσμο και δε συμμαζεύεται).

Το βασικό συναίσθημα όμως είναι η οργή και τα νεύρα. Αρχικά, εγώ, που σιχαίνομαι τις αντιπαραθέσεις, έχω κατέβει από το αυτοκίνητο, έχω σηκώσει μανίκια κι έχω κατεβάσει όλο το εορτολόγιο σε τύπο που σταμάτησε με αλάρμ για να παραλάβει την πίτσα του από γνωστή αλυσίδα με υπηρεσία Take Away. Ο άνθρωπος μπήκε στο αμάξι κι έφυγε έντρομος αλλά ένιωθα ότι και να μου έλεγε το παραμικρό θα τον πλάκωνα στο ξύλο και βέβαια αυτό δεν αποτελεί κομμάτι της αντικειμενικής πραγματικότητας και μπορεί να αποβεί από επικίνδυνο μέχρι και μοιραίο. Και μπορεί αυτό για μένα είναι μια χαρά γιατί κάθε φορά έχω την ψευδαίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας, αλλά ο κοινωνικός μου περίγυρος έρχεται αντιμέτωπος με τη Σκύλα, τη Χάρυβδη, τον Ντόκτορ Τζέκιλ και τον Μίστερ Χάιντ σε κοκτέιλ με οδηγίες ‘Μην το πιείτε, Λουστείτε’. Και βέβαια, μέχρι να μου στροφάρει και να ενημερώσω τον κόσμο ότι πρόκειται για εκείνες τις ειδικές μέρες και ότι θα πρέπει να με αντιμετωπίζει σα να είμαι υπό την επήρεια άγνωστου ναρκωτικού, έχω προλάβει να αποστομώσω, μειώσω, περιφρονήσω άπειρο κόσμο.

Το δεύτερο σύμπτωμα αυτού του ορμονικού τραλαλά, είναι ότι το στόμα μου μετατρέπεται σε οχετό. Ακόμα και τις στιγμές που συνειδητοποιώ ότι τα ‘γαλλικά’ μου έχουν παραγίνει και δεν αρμόζει σε μια κιουρία να εκφράζεται τοιουτοτρόπως, το καλύτερο που καταφέρνω είναι να παραδεχτώ ταπεινά ότι ”πω, ρε συ, γ@μω την πουτ@ν@ μου δηλαδή, πώς βρίζω έτσι ρε πο%στη!.”

Το τρίτο και καλύτερο είναι η υπογλυκαιμία. Λάθος, αυτό δε λέγεται υπογλυκαιμία, έτσι γενικά κι αόριστα, λέγεται ”υποσοκολαταιμία”. Αν δε βρεθεί άνθρωπος να με σώσει από τον εαυτό μου, μπορώ να φάω ένα ολόκληρο τσουρέκι Τερκενλή, ένα κουτί Φερέρο και 5 ΙΟΝ αμυγδάλου, πίνοντας παράλληλα ζεστή σοκολάτα για να κατέβουν καλύτερα. Και όλα αυτά φυσικά με δάκρυα στα μάτια από τη συγκίνηση και την ηδονή και με αποστολή νοητικών ευχαριστιών στους ανθρώπους που ανακάλυψαν τη σοκολάτα, μου μάζεψαν το κακάο από τα κακαόδεντρα, τα φουντούκια από τις φουντουκιές, το γάλα απ’ τα γελάδια, τη ζάχαρη από τα ζαχαροκάλαμα και πάει λέγοντας (και τρώγοντας).

Δεν ξέρω τελικά αν ήταν καλύτερες οι εποχές του σιωπηλού πόνου. Αν κρίνω όμως από τα πληγωμένα βλέμματα των φιλενάδων μου όταν τους λέω ότι το μαλλί τους είναι σα σκατά, ότι ο γκόμενος τους είναι άχρηστος και πρέπει να τον χωρίσουν, από το σοκ στα πρόσωπα ανθρώπων που ακούνε τον αγαπημένο μου χαρακτηρισμό ‘βόδιιιιιιιι’ κατά την οδήγηση, τη θλίψη της μαμάς μου όταν ακούει το βλαστάρι της να μιλάει σαν τελειόφοιτος του Κορυδαλλού, μάλλον τις μέρες που τα παίζουν οι ορμόνες, πρέπει εκείνες κι εγώ να μένουμε… (Ορ)μόνες στο σπίτι.