Μέχρι κάποια στιγμή στη ζωή μου, το Καλοκαίρι ήταν η αγαπημένη μου εποχή. Εδώ και τρία χρόνια όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει οριστικά καθώς τα καλοκαίρια μου κυβερνούν δύο δυνατά πνεύματα: Το πνεύμα του Μαύρου Καλοκαιριού και το πνεύμα των Γαλάζιων Καλοκαιριών. Δίκαια πράματα όμως, έχουν μοιράσει πλέον την εξουσία τους. Η μέρα της παράδοσης της εξουσίας από το ένα στο άλλο είναι εκεί λίγο μετά τα μισά, στις 18 Ιουλίου. Δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο το πόσο τέλεια θα περάσω, σε πόσα μέρη θα πάω, πόσο κόσμο θα δω, πόσες φορές θα χορέψω ή θα γελάσω ως τότε. Το πρώτο μισό του Καλοκαιριού είναι καταδικασμένο να καθρεφτίζει στην ψυχή μου το μαύρο. Το μαύρο εκείνου του Καλοκαιριού του 2010. Γιατί ήταν εκείνο το μισό Καλοκαίρι, που το πνεύμα του Μαύρου Καλοκαιριού ήρθε για πρώτη φορά στη ζωή μου, με τράβηξε από τα μαλλιά στα καλά καθούμενα, με έσυρε με τα μούτρα στο πάτωμα, μου είπε τσιρίζοντας με μια απόκοσμη ανατριχιαστική φωνή ότι ο κόσμος όπως τον είχα στο μυαλό μου ήταν απλά μια φωτεινή παραίσθηση, μια τραβηγμένη στο έπακρο νεραϊδίσια παιδική ηλικία, κι ότι ήταν πια καιρός να κόψω τις αηδίες και να μεγαλώσω. 
 
Εγώ παρά τον πόνο και το φόβο μου, του έβγαλα τη γλώσσα κοροϊδευτικά κι άρχισα να τρέχω γύρω γύρω χορεύοντας τσιγκολελέτα.
“Έτσι ε;” σφύριξε σαν αιγυπτιακή κόμπρα και τα κίτρινα μάτια του πέταξαν σπίθες. Και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, γύρω μου υψώθηκαν τοίχοι χωρίς παράθυρα, σκοτάδι, μυρωδιά αντισηπτικού και φαρμάκων, ενέσεις, βογκητά, κλάματα και ξενυχτισμένα μάτια.
“Τι θέλεις;” το ρώτησα, “Γιατί σ’ εμένα;”
Πήρε μια αγέρωχη πόζα, σταύρωσε τα χέρια και είπε με φανερή ικανοποίηση:
“Δες. Άκου. Σώπα.”
“Γιατί; Γιατί;”
“Δες. Άκου. ΣΩΠΑ.” Και με την τελευταία λέξη την οποία τόνισε απειλητικά, ένα μακρύ σκελετωμένο χέρι ξεπρόβαλλε μέσα από το μαύρο ράσο του κι έκανε το νόημα της σιωπής μπροστά στο φιδίσιο πρόσωπό του. Φοβούμενη τα χειρότερα, του έκανα τη χάρη να παρακολουθήσω σιωπηλά όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω μου. 
 
Έτσι, έμεινα εγώ στη μία γωνία και το πνεύμα του Μαύρου Καλοκαιριού στην άλλη με σταυρωμένα τα σκελετωμένα χέρια του. Κόσμος πήγαινε, ερχότανε, μιλούσε, γελούσε ψεύτικα, έκλαιγε αληθινά, πόρτες άνοιγαν, έκλειναν, ενέσεις, φάρμακα, άσπρα ρούχα, πράσινα ρούχα, βλέμματα συμπόνιας, εικόνες της Παναγίας, καντήλια, άγιοι κι αγίες, μαγικά βιβλία, προσευχές, θεωρίες επί θεωριών, ψίθυροι, συζητήσεις, τηλέφωνα, τρέμουλα, απορίες, ερωτηματικά, δάκρυα, ατελείωτα δάκρυα και ξενύχτια, ατελείωτα ξενύχτια. Και στο μυαλό μου, αναβόσβηνε κάθε μέρα η ίδια ερώτηση που έτρεμα να ξεστομίσω: Μέχρι Πότε;
Όταν το Καλοκαίρι έφτασε στη μέση, το πνεύμα του Μαύρου Καλοκαιριού, ξεσταύρωσε τα χέρια του, τεντώθηκε, έριξε ένα χασμουρητό και με μια κίνηση σήκωσε τους τοίχους από γύρω μου. Βρέθηκα σε μια έρημο, μόνη μου στους 50 βαθμούς Κελσίου και γύρω μου το απόλυτο τίποτα. 
“Μείνε”, είπε και με παράτησε στο τίποτα για 48 βασανιστικές ώρες. Κανένας ήχος, καμία κίνηση, μόνο ατελείωτοι  άσπροι αμμόλοφοι. Προσπάθησα να μιλήσω με τον εαυτό μου να περάσει λίγο η ώρα, αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος. Προσπάθησα να καθίσω στην άμμο, αλλά ζεματούσε, προσπάθησα να σκεφτώ κάτι όμορφο αλλά το μυαλό μου ήταν άδειο όπως η έρημος που απλωνόταν μπροστά μου. Έμεινα ακίνητη, κλείνοντας τα μάτια μου για ώρες, αφήνοντας το μυαλό μου να βουλιάξει στο τίποτα.
Κάποια στιγμή, όταν άνοιξα τα μάτια μου, βρέθηκα σ’ένα σκηνικό ταινίας που έμοιαζε μ’ένα σπίτι που κάτι μου θύμιζε. Ήμουν σίγουρη ότι κάποτε είχα ζήσει εκεί αλλά δεν θυμόμουν πότε. Η σκηνή ήταν η σκηνή ενός θανάτου. Και ο νεκρός μου θύμιζε πολύ έντονα κάποιον αλλά δεν ήμουν σίγουρη από πού τον ήξερα. Το μυαλό μου πονούσε προσπαθώντας να θυμηθώ. Κάποιος φώναξε ότι κάτι κύριοι με μαύρα χρειάζονταν βοήθεια να ντύσουν το νεκρό. Δεν ξέρω πώς αλλά σαν υπνωτισμένη, ξέρω τι θα του άρεσε να φορέσει. Ανοίγω τη ντουλάπα και δίνω τα ρούχα και τους βοηθάω να του φορέσουν τις κάλτσες και τα παπούτσια. Τελειώνω τη δουλειά μου και θέλω κάποιος να μου πει μπράβο όπως όταν ήμουν μικρό κορίτσι και τελείωνα μια ωραία ζωγραφιά, αλλά δεν υπάρχει κανείς, δεν ξέρω κανέναν γύρω μου, όλοι μοιάζουν με φαντάσματα. Οι κύριοι, πήραν το νεκρό σ’ ένα σκούρο φέρετρο κι έφυγαν και δεν τους ξαναείδε κανείς. 
 
Και το επόμενο λεπτό, βρίσκομαι στην τελευταία σκηνή της ταινίας, μπροστά σ’ έναν ανοιχτό τάφο. 18 Ιουλίου και κάνει φρικτή ζέστη. Κοιτάζω τα ρούχα μου και διαπιστώνω ότι φοράω μαύρα όπως όλοι και το μαύρο τραβάει τη ζέστη ακόμα περισσότερο. “Τι κρίμα” σκέφτομαι, πολύ νέος πέθανε αυτός ο κύριος, γι’αυτό είναι όλοι τόσο λυπημένοι, και νιώθω κι εγώ μια ατελείωτη, απέραντη λύπη για όλους αυτούς που σπαράζουν γύρω μου. Απ’τα μάτια μου τρέχουν ένα, δύο, τρία δάκρυα, αλλά ο λυγμός στο λαιμό μου, μαζί με τη ζέστη, μου κόβει την ανάσα κι έτσι σταματάω. Στη γωνία του νεκροταφείου, βλέπω με την άκρη του ματιού μου το πνεύμα του Μαύρου Καλοκαιριού να χαμογελάει με τα μαύρα του δόντια, να κάνει μια υπόκλιση και να εξαφανίζεται. 
 
Από το λεπτό που εξαφανίστηκε, το κορμί μου και η καρδιά μου, γέμισαν με φρικτούς πόνους, που δεν μπορούσα να τους αντέξω. Για μέρες, έβλεπα εφιάλτες και ξυπνούσα λουσμένη στον ιδρώτα και το κλάμα. Μέχρι που κάποια στιγμή, το παρακάλεσα με όλη μου τη δύναμη να γυρίσει να μιλήσουμε. Εμφανίστηκε με μαύρο κοστούμι και χαρτοφύλακα, έτοιμο να συζητήσει για δουλειά. Του εξήγησα ότι είμαι διατεθειμένη να αποπληρώσω τα χρωστούμενα μου σε πόνο μια που μέχρι τα 28 μου δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται, αρκεί να μου έκανε κάποιες ευκολίες πληρωμής. Τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε. Μισό Καλοκαίρι δικό του, μισό δικό μου, κάθε χρόνο μέχρι να κρίνει αυτό ότι ξεχρέωσα.
Και χωρίς να το περιμένω καθόλου, κράτησε την υπόσχεση του από το ίδιο κιόλας καλοκαίρι και άφησε το (κατατρομαγμένο η αλήθεια είναι) πνεύμα των Γαλάζιων Καλοκαιριών να κάνει κι αυτό τη δουλειά του λιγάκι εκεί προς το τέλος. Κι έκτοτε, η ιστορία επαναλαμβάνεται: Κάθε 1η Ιουνίου, ανοίγω  την πόρτα στο πνεύμα του Μαύρου Καλοκαιριού και το αφήνω να μείνει μαζί μου για μισό καλοκαίρι, να μου βάλει ξανά και ξανά και ξανά το DVD εκείνου του καλοκαιριού και να με υποχρεώσει να ξαναδούμε μαζί τις λεπτομέρειες προσεκτικά, να θυμηθούμε κάθε μικρό πραγματάκι. Εκείνο βλέπει μασουλώντας τα ποπ-κορν του κι εγώ κλαίω τη μέρα και στριφογυρίζω τα βράδια παλεύοντας να κοιμηθώ. Αν κάνω ότι πάω να περάσω κάπου καλά, με περιμένει στη γωνία την ώρα που τελειώνει η βραδιά με το χέρι στη μέση και μου ζητάει πίσω τη χαρά που μόλις απέκτησα.
“Όχι ακόμα”, σφυρίζει και απλώνω και του δίνω τη χαρά μου χωρίς αντιρρήσεις γιατί αποφάσισα μετά από εκείνο το καλοκαίρι να μην του ξαναπάω κόντρα ποτέ ξανά.
 
Ίσως τελικά να είμαι χαζούλα ή απλά γεννημένη ρομαντική, αλλά όσο περνούν τα χρόνια, η ελπίδα μέσα μου όλο και φουντώνει ότι μια μέρα, θα φύγει για πάντα αφήνοντας το λατρεμένο πνεύμα των Γαλάζιων Καλοκαιριών να κυριεύσει και πάλι τα πάντα και να τα γεμίσει με φως.