Απλή και ζεστή σαν μυρωδάτο μελομακάρονο που μόλις βγήκε από το φούρνο…

Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή ενός παιδιού που καλείται να έρθει αντιμέτωπο με το δύσκολο εγχείρημα της ανακάλυψης της αλήθειας σχετικά με την ύπαρξη του Άγιου Βασίλη. Τη στιγμή της διαπίστωσης τη θυμάμαι ακόμα μ’ένα τσίμπημα στην καρδιά σαν ξερίζωμα.
Κλασικά, ο σπόρος της αμφιβολίας σπείρεται πάντα στο σχολείο. Οι γονείς που κουράζονται από το πατιρντί και το κρυφτό-κυνηγητό με τα δώρα και τις κάλτσες και τα γράμματα και τις δύσκολες ερωτήσεις των παιδιών, τους πετάνε μια ωραία πρωία στη μούρη την ωμή αλήθεια, “και τέλος πάντων, δεν υπάρχει Άι Βασίλης, ο Μπαμπάς φέρνει τα δώρα” και ξεμπερδεύουν μια και καλή μ’αυτήν την ιστορία. Και η πρώτη αντίδραση του παιδιού μετά από τέτοιο σοκ (που γεννάει πληθώρα άλλων ερωτημάτων του τύπου είναι ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς μου, είναι ο ήλιος κίτρινος, τα πουλιά κελαηδούν ή βελάζουν) είναι να το πει σε όσο περισσότερο κόσμο γίνεται για να χωνέψει και να παγιώσει μέσα του τη νέα πραγματικότητα. Έτσι, παίρνει αμπάριζα τους συμμαθητές του και τους αρχίζει κάτι σαδιστικά τύπου “καλά, εσύ τώρα πιστεύεις στον Άγιο Βασίλη; Δεν ξέρεις ότι τα δώρα τα φέρνουν οι γονείς;”  Κι έτσι μέσα σε μια ημέρα, γκρεμίζεται μια μαγική πραγματικότητα ετών…
Η δική μας, πραγματικότητα, η δική μου και του μεσαίου αδερφού μου δηλαδή ( ο μικρός δεν είχε έρθει ακόμα) ήταν κάτι παραπάνω από μαγική. Από του Αγίου Νικολάου που στολίζαμε το δέντρο μαζί με τη Μαμά, παίρναμε και τη μεγάλη απόφαση για το τι θα ζητήσουμε στον Άγιο. Η απόφαση έπρεπε να ληφθεί με σύνεση και μαεστρία γιατί άπαξ και ο Άγιος λάμβανε το γράμμα δεν υπήρχε περιθώριο αλλαγής. Στη συνέχεια υπό τις σαφείς οδηγίες του Μπαμπά, γράφαμε τα γράμματα μας και τα βάζαμε μέσα στις μαγικές κάλτσες οι οποίες τότε, ελλείψει τζακιού, τοποθετούνταν στο καλοριφέρ. Ο Άγιος μπορούσε να εισέλθει στα σπίτια και από άλλες εστίες θερμότητας και αυτό στο μυαλό μας φάνταζε απόλυτα φυσιολογικό.
Την Παραμονή των Χριστουγέννων, δίπλα στις κάλτσες με τα γράμματα, βάζαμε πάντα ένα ποτήρι γάλα κι ένα πιατάκι με μυρωδάτους κουραμπιέδες και φροντίζαμε να νυστάξουμε πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να σηκωθούμε το χάραμα με ατόφια αγωνία να δούμε αν ο Άγιος μας έφερε ο,τι του ζητήσαμε. Ως προς το αν είχε λάβει το γράμμα, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γιατί το έργο ήταν καλά σκηνοθετημένο: τα γράμματα εξαφανίζονταν λίγες μέρες νωρίτερα, σημάδι ότι ο Άγιος είχε παραλάβει την αλληλογραφία του.
Την ημέρα των Χριστουγέννων λοιπόν, το ξυπνητήρι χτυπούσε πάντα στις 6:30. Ξυπνούσαμε ο ένας τον άλλο και σκουντουφλώντας στις τεράστιες αρκουδοπαντόφλες μας, τρέχαμε στο φωτισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ξέραμε από την πρώτη στιγμή ότι ο Άγιος μας επισκέφτηκε από τους εξαφανισμένους κουραμπιέδες και το μισογεμάτο ποτήρι με το γάλα. Και μετά η Χαρά, Ω, η Παιδική, Μαγική, Αθώα, Χαρά που δεν συγκρίνεται με τίποτα (θα μπορούσα να πω με τον πρώτο αριθμό του λαχείου, αν τον είχα πιάσει, αλλά δεν τον έχω κι έτσι δεν ξέρω). Και τα χρόνια περνούσαν και η μαγεία των Χριστουγέννων ζέσταινε τις παιδικές μας καρδιές.
Μέχρι που έφτασε το τέλος της εποχής της αθωότητας και η αρχή της εποχής της καφρίλας. Και μας είπαν κι εμάς τα περί μεγάλης συνωμοσίας. Και αποφασίσαμε κι εμείς να βρούμε μόνοι μας την αλήθεια. Η πρώτη απόπειρα απέτυχε παταγωδώς: Στο απλό αλλά κατά τη γνώμη μας πολύ αποτελεσματικό σχέδιο της κρυψώνας πίσω από τον καναπέ, δεν υπολογίσαμε τον ύπνο που ήρθε και μας πήρε γλυκά, πριν προλάβουμε να τσακώσουμε τον μπαγαπόντη Άγιο να ξεπετιέται από τις σωλήνες του καλοριφέρ. Όταν ξυπνήσαμε αγκαλιασμένα και τυλιγμένα με τη ροζ ρόμπα μου, το δέντρο ήταν αναμμένο, οι κουραμπιέδες φαγωμένοι και τα δώρα στη θέση τους, αλλά κάτι έλειπε από την αλλοτινή μαγεία. Είχαμε πια αρχίσει να μπερδευόμαστε ως προς το αν θέλουμε να υπάρχει ο Άι Βασίλης ή να τσακώσουμε τον αντικαταστάτη του.
Η χρονιά της κατάρρευσης του μύθου, μας βρήκε αποφασισμένους. Χωρίς να πούμε τίποτα σε κανέναν, στήσαμε μια αόρατη παγίδα με κουδούνια στην πόρτα του σαλονιού ούτως ώστε όποιος ερχόταν να φέρει δώρα και δεν…έβγαινε από το καλοριφέρ, να μετάνιωνε πικρά. Ο τυχερός παραλήπτης των κουδουνιών, που έφαγε ολόκληρη την παγίδα στο κεφάλι και βόγκηξε περισσότερο από έκπληξη παρά από πόνο, έριξε τα πακέτα και μας ξύπνησε για να δικαιώσουμε επιτέλους τους κακοπροαίρετους συμμαθητές μας και να διαψεύσουμε τη φίλη και γειτονοπούλα Ευγενίτσα που επέμενε επί χρόνια ότι είχε δει το έλκηθρο του Άι Βασίλη στο μπαλκόνι της, ήταν ο Μπαμπάς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το αμήχανο χαμόγελο και την προσπάθεια του να διακωμωδήσει την κατάσταση ενώ εμείς με ψεύτικη χαρά χοροπηδούσαμε που καταφέραμε να φέρουμε στο φως την αλήθεια. Όμως κατά βάθος μέσα μας απλώθηκε μια λύπη, κάτι σαν αποχαιρετισμός.
Παρόλ’ αυτά, ο Άγιος Μπαμπάς-Βασίλης, συνέχισε να έρχεται για χρόνια και χρόνια κυρίως γιατί στο μεταξύ γεννήθηκε ο μικρός μας αδερφός και η παράδοση έπρεπε να διατηρηθεί. Εμείς συνεχίσαμε να γράφουμε τα γράμματα και λίγο καιρό μετά αποκτήσαμε και σπίτι με τζάκι κι έτσι η ιστορία με τον Άγιο που κατρακυλάει την καμινάδα έστεκε καλύτερα από αυτή με το καλοριφέρ! Μέχρι που πέρασαν τα χρόνια και ήρθε και για τον μικρό μου αδερφό η στιγμή της απομυθοποίησης. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια από το τελευταίο του γράμμα το οποίο η Μαμά μου πρέπει να έχει ακόμα κάπου φυλαγμένο:
“Αγαπητέ Άγιε Βασίλη,
 
Φέτος όλοι μου λένε ότι δεν υπάρχεις και αυτό με στενοχωρεί. Εγώ θέλω πολύ να είσαι αληθινός γι’αυτό σε παρακαλώ, αν υπάρχεις, γράψε μου κι εσύ μια απάντηση. Ήμουν καλό παιδί φέτος και γι’αυτό αν θέλεις φέρε μου ένα δώρο, ο,τι θες εσύ. Οι κουραμπιέδες είναι για σένα. 
Με αγάπη, Παντελής”