Όχι, δεν θυμήθηκα να γράψω για το Facebook επειδή έκλεισε 10 χρόνια, ούτε επιδιώκω να το παίξω ειδήμων, ούτε είμαι υποκρίτρια που θάβω αυτά που κατά βάθος γουστάρω σαν τρελή, μόνο και μόνο για να ηθικολογήσω και να περάσει η ώρα.
 
Για την ακρίβεια δε νομίζω ότι φταίει το ίδιο το Facebook σε τίποτα. Ίσα ίσα που τα τελευταία 7 χρόνια που διαθέτω προφίλ στο εν λόγω μέσο, όπως με περηφάνια περισσή με ενημέρωσε η ταινία της ζωής μου -η οποία ήταν ένα μαύρο χάλι και γι’αυτό και δεν την κοινοποίησα, μπορώ να πω ότι με βοήθησε πάρα πολύ σε πάρα πολλές περιπτώσεις και κυρίως σε περιόδους που η βαρεμάρα και η μιζέρια μου είχαν χτυπήσει κόκκινο. Όπως όμως δεν σκοπεύω να το θάψω, δεν έχω και καμία όρεξη να κάτσω να το εκθειάσω, άλλωστε φαντάζομαι ότι οι λόγοι για τους οποίους εξακολουθώ κι έχω προφίλ είναι παρόμοιοι αν όχι ίδιοι με αυτούς πολλών από τους 320 (γουάου!) φίλους μου. Ο λόγος που θα σκάσω αν δε γράψω είναι γιατί συχνά έχω την ανάγκη να αποτυπώσω μερικά πράγματα προκειμένου να τα κατανοήσω.
1. Η πρώτη μου μεγάλη απορία, είναι γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν προφίλ σε πρώτη φάση. Μπορεί να μην είμαστε κολλητάρια, αλλά για να τους έστειλα αίτημα φιλίας ή για να αποδέχτηκα το δικό τους πάει να πει ότι τους συμπαθώ ή τους εκτιμώ σαν άτομα. Με την προϋπόθεση όμως ότι εφόσον είμαστε “φίλοι” θα πρέπει να έχουμε και μια στοιχειώδη επικοινωνία, έστω κι αν αυτή περιορίζεται σ’ ένα απλό λάικ που μεταφράζεται ως “yeah, man/ woman, έχουμε το ίδιο γούστο στη μουσική, θέατρο, σινεμά” ή πολύ απλά σαν ένα κομπλιμέντο για τη φωτογραφία που ανέβασαν είτε δική τους είτε άσχετη. Υπάρχουν όμως μερικά άτομα, τα οποία έχουν ένα αραχνιασμένο προφίλ, με μια φωτογραφία από το 1988, που δεν ανεβάζουν ποτέ τίποτα, που δεν σχολιάζουν ποτέ τίποτα, που δεν απαντάνε ποτέ σε καμία ευχή για Χριστούγεννα/Πάσχα/Γιορτή/Γενέθλια/Βαλεντίνο/Απόκριες/Αγίου Λούτσου ανήμερα.
 
Δηλαδή για να καταλάβω ρε friend, άνοιξες προφίλ μόνο και μόνο για να μπαίνεις μια στο τόσο και να κουτσομπολεύεις εμένα και τους άλλους φίλους σου, που βλέπω κι αυτωνών τις ευχές να χάσκουν αναπάντητες για μήνες στον τοίχο σου; Κλείσ’το το ρημάδι να πάει στα διάλα να αποκτήσουμε κι εμείς πιο ποιοτική λίστα φίλων.
Θα μου πεις εντάξει, δεν έχουν όλοι την όρεξη σου, ούτε το χρόνο σου να ασχολούνται με τα κοινωνικά δίκτυα ή ότι κάποιοι προτιμούν τους πιο παραδοσιακούς τρόπους επικοινωνίας. Θεωρητικά συμφωνώ. Έλα μου όμως που τα συγκεκριμένα άτομα, είναι πολλές φορές οι ίδιοι άνθρωποι που θα σου πουν ότι θα σε πάρουν και δεν θα σε πάρουν ποτέ, που δεν θα απαντήσουν ούτε σε κινητά και σταθερά και που θα ξεχάσουν να σου ευχηθούν στα δικά σου Χριστούγεννα/Πάσχα/Γιορτή/Γενέθλια/Βαλεντίνο/Απόκριες/Αγίου Λούτσου ανήμερα.
 
Κι ερωτώ κύριοι, ποια αόρατη δύναμη εμποδίζει το χεράκι μου να πατήσει το μαγικό κουμπί της διαγραφής; Η φοβία ότι αν κάνω ειλικρινές ξεσκαρτάρισμα θα μείνουν καμιά 20αριά άτομα, ή οι καλοί μου οι τρόποι που μου υπαγορεύουν ότι αν κάνω κάτι τέτοιο θα προσβάλλω τον εκάστοτε friend (αν αξιωθεί ποτέ να το πάρει χαμπάρι); Ιδού λοιπόν η απορία.
2. Το δεύτερο ερώτημα που με ταλανίζει τελευταίως είναι τι να κάνω με τις φιλίες που ξεφτίσανε σα χιλιοπατημένη μοκέτα. Κάποτε ήμασταν κολλητοί, κώλος και βρακί στην κυριολεξία, δεν περνούσε όχι μέρα, αλλά ούτε ώρα που να μη μιλήσουμε. Και ξαφνικά, λίγο η απόσταση, λίγο η άλλη φάση, λίγο η κρίση, λίγο το εξωτερικό, λίγο οι δουλειές, γίνανε ένα όνομα και μια φωτογραφία στη λίστα με τους friends. Κάθομαι και χαζεύω τις φωτογραφίες που ανεβάζουν με τους καινούργιους αστραφτερούς τους φίλους νιώθοντας ένα κοκτέιλ χαράς και νοσταλγίας και ζήλιας και ντροπής και αμηχανίας, μην ξέροντας αν πρέπει να κάνω λάικ σε οτιδήποτε “ανεβάζουνε” στο όνομα της παλιάς φιλίας και γιατί τους αγαπώ ακόμα βαθιά μ’έναν τρόπο ανεξήγητο και μοναχικό ή αν πρέπει να το παίξω αδιάφορη και να μην κάνω τίποτα για να μη φανεί ότι τους “κατασκοπεύω”. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα έχω στα αρχεία μου εκατοντάδες φωτογραφίες τους σε στιγμές που σίγουρα ήταν πιο ευτυχισμένοι απ’ότι είναι τώρα στις φωτογραφίες που ανεβάζουν για να δείξουν ότι είναι ευτυχισμένοι και να μαζέψουν ψηφιακά χειροκροτήματα. Και σίγουρα έχουν κι αυτοί δικές μου στα συρτάρια τους. Όπου και θα παραμείνουν από δω και πέρα. Δεν είναι λοιπόν καλύτερη η διαγραφή απ’αυτό το θέατρο; Ή μήπως καλύτερα λίγη επαφή είναι καλύτερη από καθόλου επαφή;
3. Και η τρίτη και μεγαλύτερη απορία μου είναι η εξής: Άραγε θ’αλλάξει ποτέ αυτό το κατεστημένο; Άραγε θα ξαναφτάσει ποτέ το τηλέφωνο να χτυπάει με το ρυθμό που έρχονται κόκκινες ειδοποιήσεις σε μπλε φόντο; Και κυρίως, θα πάψει να μας αρκεί το να βλέπουμε τους φίλους μας σε φωτογραφίες; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ελπίζω.
 
The Quest, Bryn Christopher