Από τότε που ήμουν κοριτσάκι στην εφηβεία, θα πρέπει να έχω αλλάξει περί τις 200 φορές γνώμη σχετικά με το τι θέλω να κάνω σε αυτή τη ζωή. Και πάντα έτρεφα απεριόριστο θαυμασμό για τα άτομα που ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, είτε γιατί είχαν το χάρισμα να μπορούν να φαντάζονται τον εαυτό τους σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, είτε γιατί το είχαν προαποφασίσει οι γονείς τους γι’ αυτούς και με την κατάλληλη πλύση εγκεφάλου, είχαν φτιάξει γι’ αυτούς τον κατάλληλο στόχο. Καλλιτέχνες, γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες, υπεύθυνοι της δουλειάς του μπαμπά ή της μαμάς και πάει λέγοντας. Εγώ ήξερα μόνο τα πράγματα που μου αρέσουν αλλά όχι και τι ακριβώς μπορώ να κάνω με αυτά. Ένα πράγμα ήξερα με απόλυτη σιγουριά από δέκα χρονών ήδη, τότε που κράτησα στην αγκαλιά μου τη νεογέννητη ξαδερφούλα μου κι έκλαιγα με λυγμούς για ώρα από την συγκίνηση: “Όταν μεγαλώσω θα γίνω μαμά”. Και φυσικά θα γίνω μια καταπληκτική μαμά, ούτε συζήτηση επ’ αυτού.

Πριν καλά καλά κλείσω τα 18, πέρασα στη Γαλλική Φιλολογία, γεγονός για το οποίο είχα πάντα ανάμεικτα συναισθήματα (ωραία Σχολή στη θεωρία αλλά από οργάνωση σταύλος, ωραίο αντικείμενο αλλά με μέλλον στην Ελλάδα μαύρο κι άραχνο, πιθανότητες εξέλιξης μηδενικές και πάει λέγοντας). Το φανταστικό όμως ήταν ότι μέσω αυτής έμαθα ένα σωρό υπέροχα θεωρητικά πράγματα που αφορούσαν τα παιδάκια και κατάλαβα ότι τα παιδιά τα ίδια αποτελούν την κινητήρια δύναμη και το κίνητρο για όποιον κάνει αυτή τη δουλειά παρά όλα τα υπόλοιπα χάλια. Παιδαγωγικά, Παιδοψυχολογία, Εξελικτική Ψυχολογία, Ψυχολογία Εφήβου, Ειδική Αγωγή και άλλα παρεμφερή, συνέβαλαν στη δημιουργία του επιστημονικού υπόβαθρου που θα συντελούσε μια μέρα στην επίτευξη του γνωστού στόχου: ότι θα γίνω μια καταπληκτική μαμά.

Γιατί παρέλειψα να αναφέρω ότι στο (φτωχό) μυαλό μου οι μαμάδες χωρίζονταν πάντα σε δύο κατηγορίες: Καλή μαμά και Κακή μαμά. Και τέλος εκεί. Εννοείται φυσικά ότι όπως με πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου, έκανα ένα ακόμα τεράστιο λάθος.Όχι ότι δεν υπάρχουν καλές και κακές μαμάδες αλλά η υπόθεση θυμίζει λίγο το κινέζικο σχήμα του Γιν και του Γιανγκ: Σε κάθε καλή μαμά, κρύβεται και μια κακή (μην σου πω τέρας) και σε κάθε κακή μαμά, ε, δεν μπορεί, θα υπάρχει έστω και κάτι καλό (μιλάμε φυσικά μόνο για άτομα με σώας τας φρένας).

Η δική μου μαμαδοϊστορία πάει λοιπόν κάπως έτσι:

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια κοπέλα που ήθελε πολύ πολύ να γίνει μαμά. Όταν όλα πήγαν καλά και τα κατάφερε και κράτησε στην αγκαλιά της το μικρό της κοάλα, έγινε πολύ ευτυχισμένη αλλά και πολύ αγχωμένη ταυτόχρονα. Αλλά εξακολουθούσε να πιστεύει ότι θα γίνει μια καταπληκτική μαμά. Κι εξακολουθούσε να σηκώνει το φρύδι της μπροστά σε κάθε μαμά που δεν ακολουθούσε τις δικές της προδιαγραφές. Που δεν ξενυχτούσε για/με το παιδί της, που δεν ήταν όλη μέρα με το παιδί της, που μάλωνε το παιδί της, που δεν είχε καταφέρει να πειθαρχήσει το παιδί της και να το βάλει σε πρόγραμμα, που το άφηνε σε άλλους να το προσέχουν και που γενικά δεν αποτελούσε το παιδί της την βασική της ενασχόληση 1000%. Αυτή δεν θα γινόταν ποτέ τέτοια μαμά.

Μέχρι που το μικρό κοάλα μεγάλωσε και ζωήρεψε πάρα πολύ και άρχισε να κάνει αμέτρητες ζημιές και άρχισε να ουρλιάζει ΟΧΙ, κάθε φορά που η μαμά του ζητούσε να κάνει κάτι και άρχισε να πέφτει κάτω και να χτυπιέται σαν χταπόδι όταν δεν ήθελε να φύγει από κάπου και άρχισε να σπρώχνει τα άλλα παιδάκια και να τους αρπάζει τα παιχνίδια και άρχισαν να σηκώνονται τα φρύδια των άλλων μαμάδων κοιτάζοντας το κοάλα και τη μαμά του. Η κοαλομαμά λοιπόν, έγινε πολύ λυπημένη και παρόλο που ήξερε καλά ότι πρόκειται απλώς για μια φάση ανάπτυξης του παιδιού, άρχισε να αισθάνεται ελαφρώς άχρηστη και ανήμπορη και κουρασμένη και ήθελε να τα βράσει τα όσα διάβασε τόσα χρόνια στα βιβλία της παιδοψυχολογίας που μάλλον αναφέρονται σε παιδάκια ρομποτάκια που απλά περνάνε από τη μία φάση  στην άλλη χωρίς ξεσπάσματα και παρεκτροπές. Και τι μπορούσε να κάνει τώρα πια, σε ποιον μπορούσε να απευθυνθεί εφόσον είχε ακυρώσει και πετάξει στα σκουπίδια κάθε παραδοσιακή δομή μεγαλώματος παιδιών; Έτσι ξεκίνησε σιγά σιγά, να κάνει όλα όσα κορόιδευε τόσα χρόνια και μάζεψε από τα σκουπίδια όλες τις συνταγές μεγαλώματος των δικών της γονιών. Και άρχισε να λέει όχι και μη και να κάνει παρατηρήσεις και υποδείξεις και να φωνάζει και να γκαρίζει και να χάνει την μπάλα. Και τότε κατέβηκε επιτέλους το δικό της σηκωμένο φρύδι και κατάλαβε ότι δεν υπάρχουν καλές και κακές μαμάδες, παρά μόνο μαμάδες. Μαμάδες που αγαπάνε και πονάνε τα παιδιά τους και που σκίζονται καθημερινά να κάνουν το καλύτερο γι’ αυτά, μαμάδες που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με χίλιες δυο αντιξοότητες, μαμάδες που έχουν βάλει στην άκρη τα δικά τους όνειρα και τις δικές τους ανάγκες αλλά και άλλες που δεν το έχουν κάνει καθόλου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αγαπούν τα παιδιά τους ούτε μια στάλα λιγότερο από τις υπόλοιπες.

Κάθε δυάδα (όπως και κάθε οικογένεια στο σύνολο της) είναι μοναδική και δεν πρέπει επ’ ουδενί να κρίνουμε η μία την άλλη.

Και αφού τα έγραψα και τα έβγαλα από μέσα μου ως συνήθως, πάω τώρα να μαζέψω τα πεταμένα μακαρόνια από το πάτωμα.