Τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα από τότε που η Κακιά Κρίση, μπήκε για τα καλά στη ζωή μας, άκουγα διαρκώς ιστορίες φευγιού και πολλές φορές τις ζούσα κιόλας. Κούνησα πολλά μαντήλια και μάλιστα είχα “αποφασίσει” ότι θα ήμουν απ’ αυτούς που θα έμεναν να βοηθήσουν την Καημένη Πατρίδα να σταθεί στα πόδια της. Η λίστα με τα επιχειρήματα (ή δικαιολογίες που έκρυβαν καλά το φόβο) ενάντια στο να φύγω, ατελείωτη: Η μαμά μου, τ’αδέρφια μου, οι φίλες μου, τ’ανήψια μου, οι μαθητές μου, το αμάξι μου, τα βιβλία μου, τα παπούτσια μου, τα πράγματα μου, το Χαλάνδρι, οι καλοκαιρινές βόλτες, ο ήλιος, η θάλασσα και τα μπάνια, τα νησιά, το ενυδρείο μου, το καλό φαί και πάει λέγοντας. Κι ενώ είχα περάσει την τελευταία δεκαετία να μουρμουράω σα μισοχαλασμένο ραδιόφωνο για το πόσο μου λείπει το Παρισάκι και πώς είναι δυνατόν να ζήσει κανείς μετά από την πιο όμορφη πόλη του κόσμου σε μια από τις πιο άσχημες, κατά βάθος ήξερα πάντα ότι λατρεύω την Αθήνα με μια αγάπη μαζοχιστική και ότι δεν θα το κούναγα ρούπι για να πάω να αναζητήσω την τύχη μου σε καμιά κρυόκωλη πολιτισμένη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Εκτός αν μου δίνανε πολλά λεφτά πράγμα εντελώς απίθανο φυσικά. Μέχρι που μια μέρα, η έξοδος κινδύνου εμφανίστηκε μπροστά μου, μόνο που η φωτεινή επιγραφή exit από πάνω της δεν ήταν πράσινη, αλλά χρυσοκόκκινη και αναβόσβηνε σε ρυθμούς τσιφτετελιού.
 
“-Κωνσταντινούπολη ε; Κι εγώ τι ακριβώς θα κάνω εκεί;
-Όλοι λένε ότι θα βρεις δουλειά στο πι και φι. Έχουν γνωστούς σε σχολεία και φροντιστήρια, όλο και κάπου θα σε βάλουν. Τα αγγλικά έχουν μεγάλη ζήτηση αυτή την εποχή στην Τουρκία. Τα γαλλικά δε, είναι η γλώσσα της αριστοκρατίας. Δεν θα προλαβαίνεις τα μαθήματα!
-Έτσι ε; Να πάμε τότε!”

Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Υπάρχουν πολλά είδη μετανάστη:
1. Ο Δενεχωστονηλιομοίρας. Μπορεί ν’ακούγεται κακομοίρης, αλλά στην τελική μπορεί να είναι κι ο καλύτερος του χωριού: Βάζει στην πλάτη το δισάκι με τη ντομάτα και τα κεφτεδάκια και φεύγει έχοντας στον κόρφο κομπόδεμα τον τελευταίο μισθό του ΟΑΕΔ. Τι είχαμε τι χάσαμε σου λέει, βρίσκει δουλειά το ίδο βράδυ σε εστιατόριο να καθαρίζει πατάτες, δεν ντρέπεται, δεν έχει ενδοιασμούς, δεν τον ξεζουμίζει κανένας στις συνεντεύξεις και το βασικότερο μια βδομάδα αργότερα, έχει ήδη μαζέψει μασουράκι από τα λεφτά της ξενιτιάς. Ζει με σουβλάκι, κρέπα ή fish & chips, αναλόγως τη χώρα και τσεπώνει τα υπόλοιπα και τον βλέπεις μετά από μια 5ετία σε εκπομπές της ΝΕΤ να εξηγεί πώς έφτασε να κάνει δική του επιχείρηση και να προσκαλεί γενναιόδωρα άνεργους συμπατριώτες του ν’ακολουθήσουν την πορεία του, καθαρίζοντας πατάτες στην επιχείρηση του.
2. Ο Διανοούμενος. Είτε από το πολύ διάβασμα κατέληξε overqualified κι έχει ματώσει να στέλνει βιογραφικά και να μην τον παίρνει κανένας γιατί δεν μπορεί να τον πληρώσει, ή έχει βρει δουλειά μεν αλλά έχει περάσει ήδη το εύλογο χρονικό διάστημα που μπορεί ν’αντέξει μια διανοούμενη ψυχή ως υφιστάμενος κάποιου παπάρα να παίρνει 3 κι 60 και να αναρωτιέται τι διάλο έβγαζε τα μάτια του τόσα χρόνια στα βιβλία άμα είναι να κάνει αυτό που θα έκανε και με απολυτήριο λυκείου. Οπότε πατάει ένα άει σιχτίρ, πάει στα εξωτερικά, χτυπάει άλλο ένα μεταπτυχιακό να έρθει ο εγκέφαλος στα ίσα του μετά από τόση βλακεία και λίγα χρόνια μετά σου στέλνει καρτούλες με το λογότυπο του Πανεπιστημίου στο οποίο διορίστηκε ή email  με υπογραφή Head of… που στην Ελλάδα για να το στείλει θα έφτανε ή εποχή που τα email θα στέλνονται απευθείας με τηλεπαθητικά ραδιοκύματα, αν εξακολουθήσει να υπάρχει Ελλάδα εκείνη την εποχή that is.
3. Ο “Ιδεολόγος”. Πριν φύγει θα το κάνει ολόκληρο θέμα, θα συζητάει γι’αυτό μερόνυχτα, για το χάλι που φτάσανε τη χώρα οι Δυνάμεις του Σκότους, θα βγει στους Πρωταγωνιστές του Θοδωράκη, θα φτιάξει blog που θα περιγράφει μέρα μέρα τις σκέψεις που τον οδήγησαν στο φευγιό, θα πάρει συνεντεύξεις απ’ όλους όσους έφυγαν, θα φτιάξει στατιστικά για να κατευνάσει τις τύψεις που τον κατατρώνε γιατί βάζει το Εγώ πιο πάνω από το Εμείς και όλα τα σχετικά. Και είναι ο ίδιος που όταν θα φύγει, θα σου κάνει τρελό κήρυγμα και θα προσπαθεί μέρα νύχτα να σε πείσει να φύγεις κι εσύ γιατί η χώρα κυλάει στο βούρκο γιατί η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της και όλα τα σχετικά. Και αν δεν του κάτσει το προτζεκτάκι ξενιτιά, λίγο καιρό αργότερα, θα θάβει τη χώρα που μετοίκησε με την ίδια ευκολία που έθαβε τη δικιά του.
4. Ο Κωλόφαρδος ή Ευκαιριοκηνυγός. Ω, ναι υπάρχει κι αυτή η κατηγορία αν και δεν τη συναντάς τόσο συχνά. Είναι αυτός που ξεκίνησε να στέλνει βιογραφικά για πλάκα, που είχε παράλληλα την ευχέρεια να ταξιδεύει για συνεντεύξεις, ή που είχε κάποιον γνωστό ήδη έξω και που μια ωραία πρωία, αφού ακούσει τον οδυρμό σου για τη ρημάδα τη ΔΕΗ και τα χαράτσια της, όταν τον ρωτάς τι κάνει, σου λέει με δήθεν αδιάφορο και ανάλαφρο υφάκι, ότι να μωρέ, μου κάνανε μια πρόταση από το εξωτερικό που δεν μπορούσα ν’αρνηθώ με 4 μηδενικά στην ακρούλα, κι έτσι φεύγω την άλλη βδομάδα για Βερολίνο/ Σιγκαπούρη/ Ντουμπάι/ Βοστώνη. Και μένεις εσύ με το συννεφάκι πάνω απ’ το κεφάλι σου ν’αναρωτιέσαι γιατί εσένα του γκαντέμη κανένας δεν σου κάνει προτάσεις από τα εξωτερικά. (Αλλά πάλι, μήπως αυτοί που ανήκουν σ’αυτήν την κατηγορία, έχουν κάτι που δεν έχεις;)
5. Ο Aισθηματίας. Μπορεί να θεωρείς ότι αυτό δεν αποτελεί επαρκές στατιστικό για να είναι μια κατηγορία μετανάστη από μόνο του και μάλιστα την 5η βασικότερη, αλλά επίτρεψε μου να σε διαψεύσω γιατί τα νούμερα που έχω στα χέρια μου από εξαιρετικά έγκυρες πηγές μου δίνουν το δικαίωμα να είμαι απόλυτη. Ο αισθηματίας λοιπόν, είναι το μεγαλύτερο θύμα στην όλη υπόθεση. Ενίοτε συνδυάζεται και με άλλες κατηγορίες αλλά εδώ μας ενδιαφέρει το δείγμα που τα παρατάει όλα για να ξενιτευτεί για αισθηματικούς λόγους.
Χωρίζεται σε 3 υποκατηγορίες:
α. ο τρελός που την κάνει για να δει τι θα γίνει με μια καλή συναισθηματική περίπτωση που δεν θέλει ή βαρέθηκε να έχει από απόσταση,
β. αυτός που γνωρίστηκε κατά τη διάρκεια των σπουδών, επέστρεψε στη χώρα του, είδε τα σκατά και σου λέει απ’το να κάθομαι εδώ, δεν πάω κατά κει να είμαι και με την αγάπη μου;
και γ. αυτός που απλά ακολουθεί κάποιον που φεύγει και ο οποίος ανήκει σε μία από τις παραπάνω βασικές κατηγορίες.

Είχαμε μείνει λοιπόν εκεί που σου έλεγα τη δική μου ιστορία που είμαι Αισθηματίας κατηγορία Γάμα(τα) και ακολούθησα τον έρωτα που ας με συγχωρέσει -αλλά ξέρω πολλούς που θα συμφωνήσουν, ανήκει στην κατηγορία Κωλόφαρδος/Ευκαιριοκυνηγός. Και αν κι έχω παράδειγμα και για την αντίθετη περίπτωση, τις περισσότερες φορές, (γιατί άραγε;) ο κωλόφαρδος, τουτέστιν αυτός που δέχεται τη σούπερ πρόταση, είναι άνδρας κι ο αισθηματίας τυγχάνει να είναι γυναίκα. Φέτος μόνο, άκουσα τουλάχιστον 10 τέτοιες ιστορίες. Εννοείται φυσικά ότι σ’ένα τέτοιο σχήμα, υπάρχει η ευχέρεια, χρονικά τουλάχιστον, η γυναίκα να πάρει το χρόνο της για να βρει κάτι πραγματικά καλό καθόσον ο κωλόφαρδος εννοείται ότι για να δεχτεί πρόταση να τα παρατήσει όλα και να πάει τρέχοντας στην ξενιτιά, ε, μπορεί να προσφέρει ένα πιάτο φαί ακόμα.

“Να πάρει λοιπόν το χρόνο της, αλλά πόσο χρόνο, ΟΕΟ;”

Μπορεί αυτό που θα πω, να μοιάζει με βλαστήμια, ειδικά τη σήμερον ημέρα, αλλά μέχρι τα 31 μου, δεν είχε χρειαστεί να ψάξω ποτέ για δουλειά, (ούτε για μαθητές) εκτός αν θεωρείται ψάξιμο το να λες τη μια μέρα πολύ θα μου άρεσε να δουλεύω στην εταιρία που δουλεύεις και την επόμενη μέρα να σ’έχουν ήδη προσλάβει. Mind you, δουλεύω από τα 19. Φρόντιζα βέβαια πάντα να έχω ενημερωμένο το βιογραφικό μου, όταν έπληττα θανάσιμα σε μια δουλειά, χάζευα καμιά αγγελία, άντε να έστελνα και κανένα βιογραφικό σε καμιά υπέρτατη δουλειά, μήπως μου κάτσει κι εμένα κι ως άλλη Έριν Μπρόγκοβιτς, από γραμματέας γίνω διευθύντρια καθότι το έμπειρο μάτι του αρχιστελέχους που θα με προσλάμβανε θα αναγνώριζε τα ταλέντα και τις αρετές μου και θα με άφηνε να ψαχουλέψω τα αρχεία, ν’ανακαλύψω όλες τις βρωμοδουλειές των παλαιότερων στελεχών και να βγάλω την εταιρία από το βούρκο. (Άσχετο αλλά στη φαντασίωση μου επίσης είχα και το πόδι της Τζούλιας της Ρόμπερτς. Α, ναι, και τα 3 παιδιά). Ο ΟΑΕΔ ήταν για μένα απλά 4 γράμματα κι ένας οργανισμός που δεν θα χρειαζόταν ποτέ να ενημερωθώ για το τι κάνει, θα μπορούσε κάλλιστα να ασχολείται με εξαγωγές σαλιγκαριών και το ίδιο θα μου έκανε, γιατί “μόνο οι αποτυχημένοι δεν μπορούν να βρουν δουλειά πάνω από ένα μήνα κι άμα θες να δουλέψεις, κάνεις μια πρόχειρη δουλειά στην αρχή και μετά τη βρίσκεις την άκρη σου”, όπως συνήθιζα να λέω με τον παροιμιώδη στόμφο μου, που πανάθεμα τη θέση του Ήλιου στο ζώδιο του Σκορπιού την ώρα που με γεννοβόλαγε η μάνα μου.
“Μου χα χα, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις. Ή κάπως έτσι τελός πάντων”.
Όπως ήταν φυσικό λοιπόν, με βάση την παγιωμένη μου άποψη και θέλοντας να είμαι και λίγο “ρεαλίστρια” τρομάρα μου, θεώρησα ότι εφόσον πρόκειται για ξένη χώρα, θα έπρεπε να υπολογίσω λίγο περισσότερο διάστημα στην εύρεση εργασίας κι έτσι έδωσα στον εαυτό μου το κατά τη γνώμη μου πολύ λογικό περιθώριο των…ΔΥΟ ΜΗΝΩΝ για να βρω δουλειά (τουλάχιστον τώρα που τα γράφω διασκεδάζω με τον εαυτό μου). Το σημείο έναρξης της αναζήτησης ορίστηκε ο Απρίλιος του 2012 και καθώς οι οδηγίες ήταν σαφείς ( “Τα αγγλικά έχουν μεγάλη ζήτηση αυτή την εποχή στην Τουρκία”) φρόντισα να ξεκινήσω την αναζήτηση μου από τον εν λόγω κλάδο.
“It’s all f@cking Greek to me!”

Αρχικά, εννοείται ότι είδα κι έπαθα μέχρι να βρω που βρίσκονται οι αγγελίες (μα τι στο καλό κι αυτοί οι άνθρωποι να τα γράφουν όλα στα Τουρκικά;). Κι αφού τις βρήκα, είδα τις πρώτες αγγελίες που ζητούσαν ρητά Native English speakers, με τις οποίες δεν μπόρεσα παρά να νιώσω ένα είδος θαυμασμού για τους συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και να σκεφτώ με την ανωτερότητα που με διακρίνει ότι “μπράβο τους που έχουν ανεβάσει τον πήχη ψηλά παρόλο που εμένα δε με βολεύει και πάρα πολύ”. Όταν μετά από 2 βδομάδες αναζήτησης διαπίστωσα ότι και η κουτσή Μαρία και ο τριτοξάδερφος της ζητάνε νέιτιβς, άρχισε να μου πέφτειο θαυμασμός και να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. 

Έπρεπε να σκεφτώ εναλλακτική και μάλιστα γρήγορα...

(Συνεχίζεται…)

  “Παρακαλώ παρατηρήστε την ειρωνία που εκφράζει ο συνάκτης του άρθρου μέσω του άνωθεν άσματος”.