Όσο τα χρόνια περνούν η εικόνα σου αρχίζει και σπάει. Δεν είναι πια συμπαγής, δεν είναι ενιαία. Είναι ένα σύνολο από μικρά πραγματάκια που στροβιλίζονται σαν σε δίνη μέσα στο μυαλό μου, που εμφανίζονται μπροστά στα μάτια μου σε ανύποπτες στιγμές, που γαργαλάνε τη μυρωδιά της μνήμης μου εκεί που δεν το περιμένω. Είναι τα λογάκια που μου λέει ο γιος μου που κάποτε σου έλεγα εγώ, είναι οι αυστηρές απαγορεύσεις που κάποτε μου επέβαλες εσύ, είναι μια μουσική στο ραδιόφωνο, μια φωτογραφία που γλίστρησε τυχαία μέσα από ένα βιβλίο. Και μόνο αν προσπαθήσω πολύ να τα τακτοποιήσω φτιάχνουν κάτι που μπορεί να φαίνεται ενωμένο, στην πραγματικότητα όμως είναι ένα πολύχρωμο κολάζ.

Πέρσι σου είπα όλα αυτά που θα ήταν αλλιώς αν ήσουν εδώ. Και παρόλο που δεν το ήθελα τα κατάφερα να στενοχωρηθώ και να στενοχωρήσω. Γι’ αυτό φέτος θα σου πω για μερικά από αυτά που σε θυμίζουν και με κάνουν κάθε φορά και χαμογελάω. Και διάλεξα να φτιάξω ένα κολάζ με τα καλοκαιρινά σου.

Για παράδειγμα, κάθε φορά που πηγαίνω στον ψαρά, προσπαθώ να καλέσω το πνεύμα σου να με βοηθήσει. Τώρα αυτό το ψάρι είναι φρέσκο ή με δουλεύει ο τύπος; Και σχεδόν πάντα απαντάς, Δεν το βλέπεις ρε Βασίλω, είναι θολό το μάτι του!

 Ή όταν προσπαθώ να φτιάξω την τέλεια χωριάτικη, εκείνη που έφτιαχνες τις Κυριακές τότε που έπρεπε να παρουσιαστούμε όλοι στο τραπέζι στις 14:00 αν θέλαμε να τα πάμε καλά. Και μπορεί να ήταν το μόνο πράγμα που μαγείρευες αλλά ήταν τέλειο. Προσπαθώ, προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω. Και πάλι ακούω τη φωνή σου: Ο θάνατος της ντομάτας είναι το αλάτι. Βάζω αλάτι ρε μπαμπά αλλά γίνεται λύσσα, δεν βάζω πολύ μένει άνοστο. Πού θα μου πάει όμως θα το βρω.

Φέτος τα θυμάμαι πολύ τα καλοκαίρια. Εκείνα τα καλοκαίρια που πηγαίναμε διακοπές με το αυτοκίνητο, ώρες ατελείωτες (για ποιο λόγο υποθέτω ότι ο γιος μου δεν θα θέλει να πάμε κάπου μακριά με το αυτοκίνητο ούτε εγώ ξέρω) και τραγουδούσες δυνατά μ’ εκείνη τη φωνή που ποτέ δεν κατάλαβα αν ήταν καλή ή εντελώς φάλτσα. Και γυρίσαμε έτσι όλη την Ελλάδα με αυτοκίνητο και ήταν ωραία να κοιτάω απλώς έξω από το παράθυρο και να μην έχει τίποτα σημασία.

Και μετά μέναμε σε κάτι δωμάτια που έβρισκες στον πελώριο οδηγό που έγραφε απέξω ΔΙΑΚΟΠΕΣ.

Και όλη μέρα παίζαμε στη θάλασσα και τρώγαμε σε ταβέρνες κι έπαιρνα πάντα τηγανητά καλαμαράκια γιατί βαριόμουν να καθαρίζω τα ψάρια αλλά μου τα καθάριζες εσύ και φώναζες άνοιξε το στόμα σου κι έπινες AMSTEL που τις έδινες πίσω αν δεν ήταν αρκετά κρύες γιατί θύμιζαν κατρούλα. Το μεσημέρι έπρεπε να επικρατεί απόλυτη ησυχία γιατί κοιμόσουν. Έκλεινα τα μάτια αλλά δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Και το απόγευμα πηγαίναμε βόλτα για παγωτό.

Και σε θυμάμαι κάθε φορά που βλέπω κάποιον να φοράει χρυσή αλυσίδα στο λαιμό. Η πρώτη μου αντίδραση είναι πάντα μπλιαχ, αλλά θυμάμαι ότι σε σένα μου φαινόταν απόλυτα φυσικό.

Και κάθε φορά που πηγαίνω για μπάνιο στη θάλασσα και κάθομαι ανάσκελα να ξεκουραστώ και αιωρούμαι στο νερό θυμάμαι το χέρι σου που κρατούσε την πλάτη μου και μετά ξαφνικά έφευγε κι έλεγες μην σφίγγεσαι και μετά ήμουν πουλί και σύννεφο και αέρας θαλασσινός.

Δεν το είχα συνειδητοποιήσει παλιότερα, αλλά νομίζω τελικά ότι το καλοκαίρι ήταν η αγαπημένη σου εποχή. Και κοίτα να δεις που τα τελευταία χρόνια έγινε η χειρότερη δική μου. Αλλά πού θα πάει, θα αλλάξει κι αυτό κάποια στιγμή. Όλα αλλάζουν.

Ελπίζω να περνάς καλά αυτό το καλοκαίρι και να έχει θάλασσα εκεί που είσαι για να μπορείς να πηγαίνεις για ψάρεμα.