Αχ βρε Χρηστάκη μου. Μεγάλωσες κι εσύ και μου έμαθες το «Ζεν σέλω». Όλη μέρα με ένα «ΟΧΙ!» κι ένα «Ζεν σέλω!» μου είσαι.  Εσύ που ήσουν ένα τόσο δα μπογαλάκι και σε φορούσα πάνω μου για να δεθούμε πιο πολύ, έτσι τουλάχιστον μου είπανε. Που ζούσες με το γαλατάκι μου και τώρα ξαφνικά «Ζεν σου αλέσουν γιουβαλάκια» και «Ζεν σου αλέσουν ούτε φασολάκια» κι ανάθεμα κι αν ήξερα κι εγώ τι σου αρέσει που τη μια μέρα τρως τον Άμπακα και τον Αγλέωρα μαζί και την άλλη το ράβεις και θέλεις μόνο νελό.
 
Φως των ματιών μου, ζωή της ζωής μου, ψυχή της ψυχής μου. Τι έχεις πάθει τώρα τελευταία και όλη μέρα κλαις και παραπονιέσαι κι εγώ δεν ξέρω πια τι να κάνω για να είσαι χαρούμενος. Μην είν’ τα σκυλόδοντα σου που δε λέν’ να βγουν από τον Σεπτέμβριο; Μην είν’ που το Τζάμπο τελικά δεν έχει ούτε ένα από τα παιχνίδια που ζητάς; Μήπως σου λείπει ο μπαμπάκας σου; Μήπως σου λείπει η Μελίνα; Κι εμένα μου λείπει κι αυτή και το σόι της αλλά τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή. Μήπως σου λείπουν οι βολτίτσες μας; Τι να σε κάνω που έχει κρύο και είσαι κι αρρωστούλι; Μήπως θες να πας σχολείο και δεν το ξέρεις; Μήπως βαρέθηκες να βλέπεις τη φάτσα μου μέρα νύχτα; (Εγώ πάντως δεν βαρέθηκα καθόλου να βλέπω τη δικιά σου).
 
Μακάρι να ήξερες κι εσύ τι έχεις πάθει γλυκάκι μου. Εγώ όμως στενοχωριέμαι πολύ που σε βλέπω έτσι κι όταν στενοχωριέμαι εγώ γράφω, δεν  μπορώ να κάνω αλλιώς. Και για να μην είναι αυτό ένα στενάχωρο και παραπονιάρικο ποστ που θα το διαβάσεις κι εσύ σε 9-10 χρόνια (κάπου τόσο υπολογίζω να σου πάρει έτσι όπως το πας με τα κομπιούτερ) και μου την πεις ότι σου δημιουργώ ενοχικό, αποφάσισα να γράψω μερικά απ’ όσα ζήσαμε μέσα στη χρονιά που πέρασε για να τα θυμάμαι γιατί μέσα σ’ όλα, έχω κι αυτόν τον καημό εγώ ότι μετά από λίγο καιρό δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα. Και είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να θυμάμαι.
 
Όπως τότε που μετακομίσαμε στο Maslak που μέναμε στο 10οόροφο του ουρανοξύστη κι εσύ κολλούσες το μυτάκι σου στο τζάμι κι έδειχνες με το δαχτυλάκι που δεν σταματούσε να δείχνει: «Νααααα!» για τα αεροπλάνα, για τα ταξί, για τα λεωφορεία για τα αυτοκίνητα για όλα.
 
Και μια μέρα εκεί που σε είχα αγκαλιά και με παρατηρούσες με το σοβαρό σου βλέμμα, μου ξήλωσες την ελιά που είχα στο στέρνο. Δε βαριέσαι, τόσα χρόνια έλεγα να τη βγάλω.
 
Και μετά, έπρεπε να φύγουμε από εκεί και να γυρίσουμε στην Αθήνα και Ω, τι χαρά έφτασαν τα γενέθλια σου κι έπρεπε να σε βαφτίσουμε κι ενώ τρελαινόσουν για το νερό από τη μέρα που γεννήθηκες, στην εκκλησία έκλαψες τόσο πολύ που τα φρύδια σου έγιναν μια πελώρια κόκκινη γραμμή και το πρόσωπο σου γέμισε κόκκινα σημάδια. Ευτυχώς που είχαμε εκπαιδεύσει το νονό σου πώς θα σε κρατήσει όταν θα άρχιζες να κοπανιέσαι.
 
Και μετά αρχίσαμε να πηγαίνουμε στις κούνιες συνέχεια. Και μια μέρα γύρισα λίγο το βλέμμα μου και σε είδα να με χαιρετάς από την κορυφή της τσουλήθρας και να τσουλάς με το κεφάλι προς τα κάτω σκασμένος στα γέλια. (Χρήσιμα τα μαθήματα θεάτρου τα αρχαία χρόνια στο να προσποιηθώ την ήρεμη. Πού να ήξερα τότε ότι αυτό θα ήταν μόνο η αρχή).
 
Και μετά δέχτηκες την πρώτη σου “επίθεση”. Εκείνο το παιδάκι που το αγαπάς πολύ, το αγκάλιασες τόσο σφιχτά που το έσκασες το έρμο και σου πάτησε μια δαγκωνιά που σου άφησε τατουάζ για 10 μέρες. Ακόμα θυμάμαι και γελάω με τη φάτσα όλων στην παιδική χαρά, όταν ήρθες κλαίγοντας και τράβηξες την μπλούζα μου να θηλάσεις.
 
Και το Μάιο που πήγαμε για πρώτη φορά στην παραλία, που έβγαλες τα παπούτσια σου και βούλιαζες τα πατουσάκια σου στην άμμο και γελούσες και όλα έμοιαζαν με όνειρο.
 
Και μετά πήραμε τα πρώτα σου playmobil. Αλλά πιο πολύ χαρήκαμε εμείς, παρά εσύ μου φαίνεται. Εσύ προτιμούσες τα λαστιχένια παπάκια.
 
Και ήρθε το καλοκαίρι κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη θάλασσα και ήσουν πολύ πολύ ευτυχισμένος και προσπαθούσα να είμαι κι εγώ, αλλά κάποια στιγμή κατήντησε πολύ κουραστικό το να σε κυνηγάω για να μην φας γόπες, αδειάσεις τους καφέδες των λουόμενων, αρπάξεις τα κουβαδάκια άλλων παιδιών κι έχουμε μαλλιοτράβηγμα, μπεις πολύ μέσα στο νερό και φας καμία γλίστρα και πάει λέγοντας. Ελπίζω ότι φέτος θα περνάμε και οι δύο όσο ωραία περνάς εσύ.
 
Κι ύστερα πήγες για το πρώτο σου κούρεμα. Έμοιαζες αντράκι σωστό αλλά μου έλειπαν οι μπούκλες σου.
 
Και κάπου εκεί στο τέλος του καλοκαιριού είπες την πρώτη σου λέξη. Όχι μαμά, ούτε μπαμπά. Τζιτζίκι. Γελάς ε; Σου ήταν εύκολο φαίνεται να το συνδέσεις με το τζι τζι τζι που ακούγαμε τα μεσημέρια.
 
Το Σεπτέμβριο έπεσες από την σκάλα και λίγες μέρες μετά μάγκωσες το χέρι σου στην πόρτα. Και είδα πώς είναι να πονάει η καρδιά από την στενοχώρια και να πρέπει να γελάω και να κάνω αστεία. Εγώ που έχω νιώσει πόνους τεράστιους, δεν έχω ξαναπονέσει τόσο όσο τη μέρα που είδα το χεράκι σου εκεί εγκλωβισμένο για μερικά λεπτά που έμοιαζαν αιώνας.
 
Και ύστερα είπες Μπαμπά. Και λίγο καιρό μετά Μαμά. Και ήταν σα να κατέβηκαν οι άγγελοι και να τραγούδησαν στο αυτί μου.
 
Και μετά πήγαμε ταξίδια πολλά και ήσουν πάντα ενθουσιασμένος με το αεροπλάνο. Οι επιβάτες των μπροστινών θέσεων σίγουρα  δεν ήταν καθόλου.
 
Κι εγώ αποφάσισα πώς μεγάλωσες πια και ήρθε η ώρα να πίνεις το γάλα των μεγάλων. Και πιο πολύ αγχώθηκα εγώ πώς θα το πάρεις παρά εσύ. Κι έμαθες και να κοιμάσαι μόνος σου χωρίς να με χρειάζεσαι κι ενώ παρακαλούσα να συμβεί, κάτι με έτσουξε όταν έγινε.
 
Και ξαφνικά μια μέρα στα μέσα του Οκτώβρη, άρχισες να μιλάς. Σιγά σιγά στην αρχή και γρήγορα γρήγορα μετά. Ήταν λες και αποθήκευες τόσο καιρό πληροφορίες για να μου τις παρουσιάσεις μαζεμένες.
 
Και μετά μείναμε οι δυο μας για ένα διάστημα και ήσουν το γέλιο μου και η παρηγοριά μου κάθε μέρα και με έκανες να χαμογελώ ό,τι κι αν συνέβαινε.
 
Κι ύστερα ήρθαν τα Χριστούγεννα και ήταν όλα ονειρικά και μαγικά και υπέροχα. Και πήρες ένα σωρό δώρα και πίστεψες στον Άγιο Βασίλη και τον περίμενες μέρα τη μέρα να έρθει από το τζάκι να σου φέρει το τρενάκι σου.
 
Και δεν θα μάθεις παρά πολύ αργότερα ότι στις κάλτσες τις δικές μου και του μπαμπά σου που ήταν φέτος κρεμασμένες στο τζάκι, υπάρχουν γράμματα στον Άγιο Βασίλη που δε ζητάμε παρά μόνο ένα πράγμα: ΕΣΕΝΑ.