Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, σ’ένα μικρό μπαράκι στην Χάρητος στο Κολωνάκι, έπινα κοκτέλια με τις φιλενάδες μου (καθώς τότε είχα και πολλές) και παίζαμε προφητείες. Λέγαμε λοιπόν τι πιστεύαμε ότι θα κάνει η καθεμιά όταν θα είμαστε 35. Τότε για πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι οι φίλες μου, που διαφωνούσαν σε όλα τα υπόλοιπα, ήταν απόλυτα σύμφωνες ότι θα είμαι μαμά τουλάχιστον τριών παιδιών και θα ασχολούμαι με τα οικιακά.
 
Θυμάμαι ακόμα πώς ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Ήταν κάτι ανάμεσα σε “καλά τραγουδάτε εσείς, εγώ στα 35 θα είμαι διάσημη θεατρολόγος/σκηνοθέτις/συγγραφέας” και “Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι λέγουσι”. Όχι ότι δεν ήθελα να γίνω μάνα, καμία σχέση, ήθελα και παραήθελα. Αλλά όπως κάθε άνθρωπος φαντάζομαι, είχα την εντύπωση ότι θα έχω πραγματοποιήσει τα περισσότερα επαγγελματικά μου όνειρα μέχρι να μείνω έγκυος στο πρώτο μου παιδί. Και τα δικά μου παραήταν μεγάλα για να δεχτώ ότι θα τα εγκατέλειπα ολοκληρωτικά μόνο και μόνο για να γίνω μανούλα και νοικοκυρούλα.
 
Έλα μου όμως που όλα συναίνεσαν για να πραγματοποιηθεί η προφητεία των φιλενάδων μου. Γιατί κακά τα ψέματα, πολλές φορές οι άλλοι βλέπουν πράγματα που εμείς δεν μπορούμε να δούμε για τους εαυτούς μας. Και εννοείται φυσικά ότι σε όλα αυτά τα σχέδια που έκανα τότε, είχα παραλείψει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα: τη χώρα στην οποία ζούσα και το γεγονός ότι δεν ήξερα ούτε έναν άνθρωπο που να άνηκε στον χώρο στον οποίο ήθελα να μπω. Έτσι, όχι μόνο δεν έγινα ποτέ θεατρολόγος/σκηνοθέτις/συγγραφέας, αλλά 11 χρόνια μετά το τέλος αυτών των σπουδών μου, δεν έχω κάνει απολύτως τίποτα σχετικό με αυτές.
 
Κι έτσι τα χρόνια περνούσαν και περνούσαν και σε κάποια φάση όλα πήγαν τελείως σκατά κι έπρεπε να αφιερώσω όλη μου την ενέργεια για να τα διορθώσω σε σημείο που ακόμα και σήμερα έρχονται στιγμές που η ανάμνηση και μόνο της σκατοεποχής με παραλύει. Και φτάσαμε εκεί στην παραμονή της 4ης δεκαετίας (όταν γίνεσαι 30 μπαίνεις στην 4η δεκαετία λέμε, παρ’το απόφαση!) που αρχίσανε τα άγχη τα μεγάλα. Που μπορεί να μην ήταν τόσο μεγάλα αν είχαν πραγματοποιηθεί τα άλλα όνειρα που λέγαμε παραπάνω, αλλά μια και τίποτε μεγάλο δεν είχα καταφέρει στη ζωή ετούτη κυρίως γιατί τελικά δεν ήταν στο χέρι μου, ή αν ήταν δεν το έβλεπα, έπρεπε να καταφέρω τουλάχιστον αυτό.
 
 
Εντάξει λοιπόν, να γίνω μάνα.
Εύκολο ε; Ναι καλά.
 

Το αισιόδοξο στην όλη υπόθεση ήταν ότι είχα βρει τουλάχιστον τον άνθρωπο μου. Και γι’αυτό είμαι ευγνώμων καθημερινά γιατί ξέρω πολύ καλά ότι θα μπορούσε να έχει πάει στραβά και αυτό. Αλλά μου πήρε σχεδόν δύο χρόνια για να γίνω μάνα. Και υπήρχαν στιγμές που δεν ήξερα αν αυτό θα συνέβαινε ποτέ και τότε κατάλαβα ότι τελικά αυτό είναι για μένα πιο σημαντικό απ’ όλα τα Όσκαρ και όλα τα βιβλία και όλα τις ταινίες και τα θέατρα του κόσμου. Βασικά συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν κάτι που μέχρι τότε το θεωρούσα δεδομένο, μέχρι που διαπίστωσα ότι καθόλου δεδομένο δεν είναι και τότε έγινε χωρίς να το καταλάβω ο βασικός στόχος της ζωής μου.

Όχι μόνο θα γινόμουν μάνα, αλλά θα γινόμουν η τέλεια μάνα και πάει και τελείωσε. Αλλά βέβαια δεν είχα ιδέα τότε ότι: 1. τέλεια μάνα δεν υπάρχει και 2. ότι την ανυπαρξία αυτού του πράγματος τη διαπιστώνει μια γυναίκα πολύ νωρίς, ίσως και την πρώτη μέρα για να μην πω ώρα, που φέρνει στον κόσμο το παιδί της, όταν δεν έχει ιδέα τί πρέπει να κάνει για να σταματήσει να κλαίει σα να το τσιμπάνε. Όλα αυτά τα κατάλαβα μετά.

Όσο καιρό περίμενα το φασόλι μου να γίνει καρπούζι, ήμουν τόσο απασχολημένη να του γράφω  ατελείωτες αράδες αγάπης και λατρείας και να κάνω όνειρα (βλέπε εδώ) για το πόσο τέλεια θα είναι όλα όταν θα έρθει στον κόσμο, που μου διέφυγε τελείως το πιο απλό πράγμα που πρέπει να κάνει μια μέλλουσα μαμά, ειδικά μία που φιλοδοξεί ν’αγγίξει την τελειότητα: να ενημερωθεί. Διάβαζα βέβαια διάφορες σκόρπιες μαμαδοϊστορίες σε διάφορα blogs και είχα αποστηθίσει τί θα περιλαμβάνει η βαλίτσα του μαιευτηρίου και η πρώτη προίκα του μωρού αλλά μέχρι εκεί. Μέσα στην άγνοια μου θεώρησα ότι αυτά ήταν αρκετά. Έτσι την στιγμή που η μαία έφερε τον μικρό ζυμαρούλη και περίμενε να τον βάλω στο στήθος να θηλάσει κι εγώ την κοιτούσα με το βλέμμα της γελάδας, κατάλαβα ότι μάλλον παρέλειψα να ενημερωθώ για κάτι πολύ πολύ σημαντικό.

Για όσους δεν ξέρουν ή δεν έτυχε να διαβάσουν τις προηγούμενες ιστορίες του blog, για ένα διάστημα τριών χρόνων περίπου, η έδρα μου ήταν η Κωνσταντινούπολη, οπότε εκεί έπρεπε και να γεννήσω. Με τα τουρκικά μου να παραμένουν πεισματικά σε επίπεδο δημοτικού και την έλλειψη αγγλόφωνου προσωπικού (στο Αμερικάνικο νοσοκομείο της Πόλης!), ήταν πολύ δύσκολο να καλύψω το κενό στη μόρφωση μου σε θέματα θηλασμού μέσα σε λίγες ώρες. Το χαρτί που μου έδωσαν σε αγγλική μετάφραση της κακιάς της ώρας, έλεγε αυτό που λένε και πολλοί γιατροί στη χώρα μας: “Θηλασμός κάθε τρεις ώρες, 10 λεπτά στο κάθε στήθος“. Ή όπως λέω εγώ: “Πώς να αποτύχεις παταγωδώς να κάνεις σωστή αρχή στο να θηλάσεις το παιδί σου με αποτέλεσμα να πάνε όλα στραβά, αυτό να γκαγκανιάζει στο κλάμα όλη μέρα, να χεστείς πάνω σου μην πάθει τίποτα και να του δώσεις στο τέλος τη μπουκάλα με τη σκονίλα”.

Γιατί αυτό ακριβώς έγινε με μένα. Και με αμέτρητες γυναίκες που ξέρω. Γιατί τελικά ο θηλασμός είναι ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που νόμιζα: είναι κάτι πολύ δύσκολο. Και δυστυχώς, κανένας δεν θα σου το πει ποτέ. Όπως επίσης δεν θα σου πει ότι μπορείς να τα καταφέρεις μια χαρά αν απλά κλείσεις τ’ αυτάκια σου σε οτιδήποτε σου πουν οι γύρω σου γιατί πολύ απλά έχουν μαύρα μεσάνυχτα. Αν κατά τύχη είσαι σε τέτοια φάση δύσκολη, διάβασε στα σχόλια μερικά πραγματάκια που μπορεί να σου φανούν τρομακτικά χρήσιμα, τουλάχιστον φάνηκαν σε μένα.

Μέσα στην ασχετοσύνη και την ατυχία μου, στάθηκα τυχερή που με βοήθησαν δύο μαμάδες που ήξεραν από θηλασμό και μια φοβερή ομάδα στο Facebook. Έτσι αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο στην αρχή, κράτησε τελικά 18 υπέροχους μήνες με αποτέλεσμα βέβαια πολλή κούραση και πολλά σηκωμένα φρύδια τα οποία έπρεπε αναγκαστικά να αντιμετωπίσω με φαρμακευτική αγωγή. 

  Ενιγουέι, πίσω στην εξομολόγηση, όταν είδα λοιπόν πώς την πάτησα με το να μην ενημερώνομαι σωστά, πέρασα στο αντίθετο άκρο. Βιβλία, άρθρα, σάιτ, περιοδικά, φέιγ-βολάν στους δρόμους, ετικέτες προϊόντων, συστατικά συνταγών, κατάλογοι ντελίβερι, τα χαρτιά που αφήνουν οι παλιατζήδες στους υαλοκαθαριστήρες του αυτοκινήτου, όλα τα διάβαζα λέμε. Μπήκα σε 15 ομάδες στο Facebook για 15 διαφορετικά πράγματα που αφορούσαν βρέφη και παιδιά κι εννοείται ότι διάβαζα κάθε ποστ, κάθε συζήτηση που άνοιγε, με όλα τα σχόλια από κάτω, (ειδικά όταν ξεκινούσαν μπινελίκια ήταν το αγαπημένο μου) μην τυχόν και κάποιος, κάπου, κάποτε, πει κάτι που μπορεί να βοηθήσει ή να βλάψει το παιδί μου. Κι εννοείται επίσης ότι το έξυπνο τηλέφωνο μου, είχε γίνει η προέκταση του χεριού μου. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ο κανακάρης μου, την ημέρα που έκλεισε τους 11 μήνες έκανε τα πρώτα του βηματάκια κι έτσι ξεκίνησε το ατελείωτο κυνηγητό που δεν μπορούσε πια να συμβαδίσει με όλο αυτό το διάβασμα.

Στην αρχή υπέφερα που έπρεπε να αποχωριστώ τον κόσμο της ενημέρωσης. Υπήρχαν στιγμές που κυριολεκτικά με έλουζε κρύος ιδρώτας για το αν αυτό που κάνω είναι σωστό. Με την πρώτη ευκαιρία η οποία ερχόταν συνήθως μετά τις 11 το βράδυ ή στα κλεφτά μέσα στην τουαλέτα, φρόντιζα να ξεψαχνίσω σάιτ και σημειώσεις για να επιβεβαιώσω π.χ. αν αυτό που μας συμβαίνει το κάνει και κανένα άλλο παιδάκι ή πώς φτιάχνεται η σούπα γλυκιάς κολοκύθας ή να τσεκάρω αν όντως είναι η εποχή του μπρόκολου ή με κορόιδεψε ο τύπος στο βιολογικάδικο. Α, ναι. Εννοείται ότι το παιδί μου έφτασε 16 μηνών για να το ταϊσω με τρεμάμενο χέρι μια συμβατική μπανάνα. Γέλα όσο θες. Ήθελα να σ’ έβλεπα αν γεννιόσουν κι εσύ Σκορπίνα, έκανες παιδί στην Τουρκία και ήσουν μόνη σαν το λεμόνι μ’ένα παιδί και μοναδική φιλενάδα και mentor στη μαμαδοσύνη μια τύπισσα που αγοράζει μέχρι και βιολογικό ποπ-κορν.

Για να μην τρελαθώ, που λέει κι ο Αντύπας, μέσα σε μία νύχτα τα έκλεισα όλα. Αποφάσισα να αφήσω το διαδίκτυο και να αφοσιωθώ στο παιδί μου κι έτσι ξεκίνησε μια ωραία ήσυχη εποχή ποιοτικού χρόνου στο σπίτι. Αλλά για μια ακόμα φορά στην πολυτάραχη (χαχα!) ζωή μου, άλλαξε το σκηνικό κι έτσι πήραμε όλα μας τα προικιά και γυρίσαμε στην Αθήνα. Και ήτανε άνοιξη και το σπίτι μας δεν ήταν πια σ’ ένα μισοξεχασμένο χωριό του Βοσπόρου αλλά στο Χαλάνδρι που στα χρόνια που λείπαμε είχε καταφέρει να εξελιχτεί σε place to be και ο γιος μου είχε αρχίσει να μιλάει και να ζητάει κάθε μέρα “άτα”, μια που είχε καταφέρει να εξερευνήσει-γκρεμίσει όλο το διαμέρισμα την πρώτη βδομάδα και σκυλοβαριότανε. Και καθώς δεν υπήρχαν πια δικαιολογίες για να μείνουμε μέσα, ξεκινήσαμε τις εξορμήσεις στην παιδική χαρά. Για να ανακαλύψω στα 34 μου, ότι υποφέρω απο παιδικοχαροφοβία. Δεν ξέρω αν πρόκειται για επίσημα καταγεγραμμένη φοβία, ξέρω σίγουρα ότι εγώ πλέον πάσχω από δαύτη και φυσικά το διαπίστωσα την πρώτη φορά που επισκέφτηκα μία με το παιδί. Γιατί όταν ήμουν εγώ παιδί δεν είχα τέτοιο πράγμα. Η παιδικοχαροφοβία ουσιαστικά είναι ένα σύνολο από πολλές μικρές επιμέρους φοβίες όπως για παράδειγμα:

  • Φόβος μην γκρεμοτσακιστεί από την τσουλήθρα
  • Φόβος μην φάει τις γόπες που όλοι πετάνε μέσα στην παιδική χαρά προφανώς πιστεύοντας ότι θα τις μαζέψει κάποια καθαρίστρια
  • Φόβος μην αγκαλιάσει κανένα παιδάκι πολύ δυνατά και φάει ξύλο
  • Φόβος μην αγκαλιάσει κανένα παιδάκι που του τρέχουνε οι μύξες και αρρωστήσει ή ακόμα χειρότερα πασαλειφτεί από τις μύξες του άλλου παιδακίου
  • Φόβος μην σπάσει τα παιχνίδια των πλανόδιων και με βάλουνε να πληρώσω το κακάσχημο σκυλάκι με τους φιόγκους
  • Φόβος μην τον χάσω το δευτερόλεπτο που θα μιλήσω στη μαμά που μου πιάνει την κουβέντα
  • Φόβος μη μου πιάσει καμιά μαμά την κουβέντα
  • Φόβος μη δε μου πιάσει καμία μαμά την κουβέντα και δεν μπορέσει το παιδάκι μου να κάνει νέους φίλους

Και πολλά άλλα. Τα οποία τα καταπίνω κάθε μέρα, φοράω το πιο ωραίο μου χαμόγελο και οδηγώ το καρότσι στην παιδική χαρά. Και παίζω με το παιδάκι μου όση ώρα θελήσει, περιμένοντας στωικά να έρθει η ώρα για να φύγουμε ήρεμα ήρεμα.

 
 Όλα αυτά είναι ένα δείγμα μόνο της μύησης μου στη Χώρα των Μαμάδων. Θα μπορούσα να γράφω μέρες για όλα τα άγχη, τις φοβίες και τις ενοχές μου και όλα αυτά που αποδεικνύουν περίτρανα ότι κάθε άλλο παρά τέλεια μαμά είμαι.
 
Αλλά δεν μπορώ. Γιατί πλέον υπάρχει ένα ανθρωπάκι που ακόμα δεν ξέρει τι είναι τέλεια μαμά γιατί μόνο μία μαμά ξέρει. Κι όταν με βλέπει να ασχολούμαι με κάτι άλλο για περισσότερο από μερικά λεπτά, έρχεται, μου δίνει το μικροσκοπικό του χεράκι και με τραβάει στο δωμάτιο του για να παίξουμε φωνάζοντας “Μαμά εδώ!”. Και με κοιτάει με εκείνο το βλέμμα που με κάνει να νιώθω τέλεια. Και τότε σκέφτομαι ότι το κέρδισα τελικά εκείνο το Όσκαρ.