Όλα μοιάζουν μ’ένα κακό όνειρο. Σα να μην έφταναν οι ημιαυτόβουλες σπειροειδείς βόλτες μου σε καταθλιπτικά μονοπάτια, νιώθω ότι ο κόσμος όπως τον ξέρω τόσα χρόνια, βουλιάζει σε κινούμενη άμμο. Νιώθω σαν μια μικροσκοπική μαριονέτα που γυρνάει το κεφάλι της όπου θέλει ο μαριονετίστας της που είναι κι αυτός μαριονέτα κάποιου άλλου. Όλα μοιάζουν με όνειρο απ’αυτά τα πολυεπίπεδα όνειρα που ενώ νομίζεις ότι ξύπνησες εξακολουθείς να κοιμάσαι και πρέπει να σκαρφαλώσεις 2 ή 3 ορόφους του υποσυνειδήτου σου για να επανέλθεις στην πραγματικότητα.Εδώ και λίγο καιρό όμως, όσο και να προσπαθώ η πραγματικότητα μου ξεγλιστράει σαν σκανταλιάρικο βατράχι. Τί ακριβώς είναι αυτό που ζούμε; Κρίση οικονομική; Εθνική; Κοινωνική; Όλα μαζί; Στο μυαλό μου τριγυρίζει εκείνο το ανέκδοτο με τον τύπο που πάει στην κόλαση και βλέπει τους πάντες στη χλιδή κι εκεί που μακαρίζει την τύχη του που βρέθηκε στα κάτω πατώματα ακούει το κουδούνι και την ανακοίνωση : “Εντάξει παιδιά, πίσω στα σκατά τώρα!”
Καθημερινά ακούω στο repeat τις βρισιές για τους πολιτικούς, τους αχρείους, τους απατεώνες, τους ελεεινούς. Ρίχνω κι εγώ μερικά μπινελίκια για να εκτονωθώ. Ενώνω τη μούντζα μου με τα εκατομμύρια ανοιγμένα δάχτυλα που είναι στραμμένα προς την Βουλή των Ελλήνων. Αλλά δεν εκτονώνομαι. Γιατί αυτό το ρημάδι το ταλέντο/κατάρα της ενδοσκόπησης με οδηγεί αδιάκοπα σε μια φρικαλέα αδιαμφισβήτητη διαπίστωση: ΦΤΑΙΩ. ΦΤΑΙΩ. ΦΤΑΙΩ.
Γιατί ψήφισα, για να έχω το θάρρος της γνώμης μου όπως μου έλεγαν πάντα. Γιατί πίστεψα ότι κάποιοι  είναι διαφορετικοί από τους άλλους. Γιατί έψαξα για είδωλα και για εθνοπατέρες γιατί τους είχα ανάγκη. Γιατί πανηγύρισα σε εκλογές. Δις. Γιατί ρώτησα αν έχουμε καμία άκρη για να μπω στο δημόσιο. Γιατί πίστεψα ότι μας χρειάζονται μερικά μέτρα γιατί ως λαός είμαστε ανυπότακτοι και ατίθασοι. Γιατί όταν έλαβα πρόσκληση για το πάρτυ του καπιταλισμού, ξέχασα όλα όσα γκάριζα έξω από τα αμφιθέατρα της φιλοσοφικής, έβαλα τα καλά μου και ρώτησα τι ώρα αρχίζει το γλέντι. Γιατί έριξα λεφτά στο παγκάρι της Εκκλησίας φορές αμέτρητες. Γιατί όταν μου παρουσιαστήκε μία και μόνη ευκαρία να φύγω από τον ευλογημενο/καταραμένο τόπο, την κλώτσησα με φόρα, τίναξα πίσω τα μαλλιά και γύρισα τρέχοντας στο αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι λέγοντας ότι αξίζει τη θυσία. Μόνο που δεν είχα τότε την παραμικρή ιδέα πόσες θα ήταν οι θυσίες που θα ακολουθούσαν. Και το πιο αστείο απ’όλα είναι ότι ακόμα δεν έχω!
Και τώρα πες μου, εσύ που βρίζεις και κλαις και παραπονιέσαι:  
ΤΙ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΝΑ ΨΗΦΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ;
Γιατί το πιο θλιβερό κομμάτι της ιστορίας είναι ότι η μέρα των εκλογών είναι η μέρα της μαρμότας: Μεγάλες δηλώσεις και απειλές και την ώρα που τραβάς την κουρτινούλα για να ασκήσεις το εκλογικό σου δικαίωμα (γι’αυτό λέγεται δικαίωμα, το κάνεις ο,τι θέλεις) έρχεται εκείνη η ρημάδα η ελπίδα και τρυπώνει μέσα σου και λες: “Και αν; Αν αυτός κάνει την αλλαγή;” Και πριν καλά καλά το καταλάβεις το φακελάκι κείτεται ψόφιο στο διάφανο κουτί μαζί με τις υπόλοιπες ελπίδες εκατομμυρίων Ελλήνων. Η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν θα την κάνει. Κανένας. Γιατί πολύ απλά αυτή η χώρα στέρεψε από ηγέτες όπως το δέντρο που σταματάει κάποια στιγμή να βγάζει καρπούς. Και όσο αρνούμαστε την ευθύνη για τα ζώα που βοσκάνε στο σταύλο της Βουλής, όσο εφευρίσκουμε μπαμπούλες για να φεύγει η ευθύνη από πάνω μας τόσο θα βυθιζόμαστε στα σκατά.
Είναι εύκολο να έχεις κάποιον να κατηγορείς, θυμήσου όμως ότι ΕΣΥ του χάρισες την καρέκλα που κάθεται.
Ας σταματήσουμε να βλέπουμε τις κυβερνήσεις σαν προδομένοι εραστές κι ας εφαρμόσουμε και κάτι απ’αυτά που μας έτριψε στη μούρη ο αιώνας του καπιταλισμού: Δεν μου κάνεις; ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ!