Παραδέχομαι: Έχω ψύχωση.
Από μικρό παιδί, τότε που ζούσαμε σε μια Ελλάδα που μοιάζει σήμερα με ταινία επιστημονικής φαντασίας και κάθε Παρασκευή στις πέντε η ώρα, πέντε χαρούμενες φάτσες έμπαιναν σ’ένα άσπρο Nissan Cherry (κάποιοι το λένε Datsun) που θύμιζε το χρονοάμαξο του Dr Brown στο Back to the Future και πηγαίναν στο Βασιλόπουλο και του πουλιού το γάλα για να γεμίσουν πολύ συχνά δύο καρότσια πράγματα. Όλο αυτό, μπορεί να φαίνεται λίγο εκ πρώτης με επιδρομή βαρβάρων, αλλά δεν ήταν καθόλου αυτό: υπήρχε στρατιωτική πειθαρχία και οργάνωση. Εκτός από το τυπάκι που ήταν αραχτό στο καρεκλάκι του καροτσιού, όλοι οι υπόλοιποι είχαμε συγκεκριμένες εργασίες (μ’αρέσει η λέξη tasks), εκτός από τις φορές που η διοίκηση αποφάσιζε να μας εκπαιδεύσει σε κάτι καινούργιο όπως να ζητήσουμε εμείς 20 φέτες καπνιστό ζαμπόν στον πάγκο των αλλαντικών με αυτιά να καίνε από ντροπή.
Μεγαλώνοντας, το γκρούπ άρχισε να διαλύεται σιγά σιγά, αλλά εγώ τίποτα, εκεί, κάθε Παρασκευή πιστή στο ραντεβου, έτοιμη να οργώσω τους διαδρόμους όπου όλα όλα είναι τόσο μαγικά τακτοποιημένα με υπέροχα ταμπελάκια που γράφουνε επάνω τι είναι το καθένα και πόσο κάνει (αυτό είναι άλλη ψύχωση που έχω και θα την αναλύσουμε σε άλλη συνεδρία). Μεγαλώνοντας κι άλλο, κάποια στιγμή άρχισα να πηγαίνω μόνη μου. Εκεί τα πράγματα χειροτέρεψαν: Δεν ήταν μόνο η χαρά της επανάληψης ενός τελετουργικού, ήταν και κάτι άλλο που παιχνίδιζε στο μυαλό μου: κοίτα πόσα πράγματα μπορώ ν’ αγοράσω μόνη μου! Κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό, α, για να δοκιμάσω κι αυτό! Μεγαλώνοντας λιγάκι ακόμα, αποφάσισα να καταπολεμήσω το πρόβλημα μου και να αρχίσω να ψωνίζω με λίστα και σύνεση κι απέκτησα νέο χόμπι: προσπαθώ να αποστηθίσω τις τιμές και να βρω ποιο είναι το καλύτερο σούπερ μάρκετ για να ψωνίζει κανείς. Πλέον με μια ματιά στο καλάθι, βλέπω μπροστά μου το τελικό νούμερο της απόδειξης, έχω μάθει να υπολογίζω τα ρέστα (εγώ που ήμουν πάντα τούβλο στα μαθηματικά), έχω κάρτες για όλα τα σούπερ μάρκετ με μερικές εκατοντάδες πόντους η καθεμία.
Τι πιστεύετε γιατρέ για όλα αυτά;