“Και ο πρίγκηπας παντρέυτηκε την Σταχτοπούτα. Την επόμενη του γάμου, ο πρίγκηπας μισάνοιξε τα μάτια του, έλεγξε αν η Σταχτοπούτα κοιμάται ακόμα και άφησε μια βροντερή πορδή. Τεντώθηκε και χασμουρήθηκε με ήχο φρεναρίσματος πάνω σε χαλίκια. Σηκώθηκε, πέταξε κάτω το μεταξωτό του σώβρακο και περπάτησε προς το πριβέ μπάνιο της κρεβατοκάμαρας του παλατιού. Αφού έκανε το μπάνιο του μόνος του -διότι είχε απολύσει όλους τους υπηρέτες λόγω της κρίσης που έπληττε τελευταίως το βασίλειο, φώναξε με βροντερή φωνή: “Σταχτοπούτα, που έχεις βάλει τις πετσέτες;”
Η Σταχτοπούτα, αφού έπεισε τον εαυτό της στα γρήγορα ότι ο ήχος που άκουσε προηγουμένως θα ήταν τα χρυσό κομοδίνο που έσυρε στο διάβα του ο καλός της, είπε με νάζι: “Στο ντουλάπι με τις πετσέτες αγάπη μου” κι έδιωξε από το μυαλό της κάποιες κακιές σκέψεις σχετικά με τη νοημοσύνη του αγαπημένου της. “Δεν τις βρίσκω”, επανέλαβε ο διάδοχος φανερά εκνευρισμένος.
Η Σταχτοπούτα σηκώθηκε, πάτησε στο βελούδινο χαλί κι έτρεξε γρήγορα στο μπάνιο να δώσει τις πετσέτες στον καλό της και να απολαύσει κι εκείνη το πρωινό της μπάνιο.
“Τι θα φάμε σήμερα;” ρώτησε εκείνος. “Αγάπη μου, δεν έχω μαγειρέψει, χτες ήταν ο γάμος ξέχασες; Άσε που νόμιζα ότι με όλα αυτά που έφαγες χτες θα ήθελες κάτι ελαφρύ”, είπε εκείνη.
“Να μη νομίζεις. Απλά μαγείρευε κάθε μέρα. Άντε γιατί πολύ λάσκα σ’έχω αφήσει τώρα τελευταία. Όχι επειδή έχω αδυναμία στο πόδι σου να με πατήσεις κιόλας. Άντε ξεκίνα το μαγείρεμα γιατί μ’έχει κόψει η λόρδα”.
Η Σταχτοπούτα αμίλητη, έκανε μεταβολή και άρχισε να διασχίζει τα 500 μέτρα προς την κουζίνα του παλατιού. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι της έλειπαν οι αδερφές της με τις οποίες τέτοια ώρα θα είχε αρχίσει τα πρώτα πρωινά μπινελίκια εκτόνωσης. Μπήκε μέσα στο κελάρι, πήρε το χοιρινό μπούτι και άρχισε τις ετοιμασίες. Την ώρα του φαγητού, ο πρίγκηπας είχε ένα παράξενο υφάκι: “Τι, μόνο αυτά;”
“Μα, αγάπη μου, 2 άνθρωποι είμαστε, όλο το προσωπικό έχει φύγει”. “Και τι με νοιάζει εμένα; Εγώ έχω μάθει να βλέπω πάνω από 10 πιάτα στο τραπέζι”. “Ε, τότε να τα μαγειρέψεις μόνος σου”, είπε η Σταχτοπούτα κι απόρησε και η ίδια με την ένταση της φωνής της. “Άκου να σου πω κυρά μου, εδώ μέσα θα γίνεται ο,τι λέω εγώ, γίναμε όλοι ίσια κι όμοια. Μ’ενα βρακί ήσουνα όταν σε πήρα και καθάριζες τις στάχτες. Αει σιχτίρ, συγχήστηκα μεσημεριάτικα. Πάω για μπύρες”. Κι έτσι η Σταχτοπούτα, αποφάσισε να μην ξανα-αντιμιλήσει ποτέ στον καλό της και να κάνει πάντα ο,τι θέλει εκείνος χωρίς να παραπονιέται.”
Και σε ρωτάω τώρα, πόσο διαφορετικές θα ήταν οι ζωές χιλιάδων γυναικών, αν ήξεραν και τη συνέχεια;