Η ζωή είναι γεμάτη αποχωρισμούς.
Το μαθαίνεις αυτό από πολύ νωρίς όταν πεθαίνει το πρώτο σου χρυσόψαρο, όταν κάποιος παππούς πηγαίνει στον ουρανό (πλέον τα παιδιά δεν χάφτουνε τίποτε απ’ολα αυτά φυσικά), όταν αλλάζεις σχολείο και χάνεις τους πρώτους σου φίλους, όταν στην έκτη δημοτικού αυτός που “τα ‘χεις” σου λέει ότι αγαπάει τη διπλανή σου. Όλα αυτά τα ζεις όμως μέσα σε μια νεφελώδη κατάσταση και υπάρχουν στιγμές που τα ξεχνάς παντελώς γιατί η ζωή είναι ακόμα ανάλαφρη σαν σύννεφο. Οι αποχωρισμοί  μοιάζουν στην αρχή με τα πρώτα πρωινά λεωφορεία. Σιγά σιγά πυκνώνουν και την ώρα αιχμής, εκεί λίγο μετά την ενηλικίωση…αρχίζει το μποτιλιάρισμα.
Κάθομαι μπροστά στο κρεβάτι των γονιών μου. Βλέπω Candy Candy. Το επεισόδιο που ο Άντονι πέφτει από το άλογο και πεθαίνει. Κάθεται δίπλα μου και μου κρατάει το χέρι. Τον φωνάζουν οι γονείς του. Φεύγει.
Κάθομαι σ’ενα άδειο διαμέρισμα με την πλάτη στον τοίχο. Δεν μπορώ να καπνίσω άλλο, τελευταία μου φέρνει αηδία. Κλείνω τη βαλίτσα και διασχίζω τα 10 μέτρα που αποτελούν εδώ κι ένα χρόνο το σπίτι μου. Φεύγω.
Σ’ένα άλλο άδειο διαμέρισμα, κάθομαι σε μια πλαστική καρέκλα και λέω ηλιθιότητες για ν’αλαφρύνει η ατμόσφαιρα. “Θα μιλάμε στο τηλέφωνο, θα έρχεσαι, θα έρχομαι” και τέτοια. Φεύγει.
“Κουράστηκα ν’αγαπάω μόνο εγώ”, λέω. Φεύγω.
Σε μια άδεια τάξη, αδειάζω το ντουλάπι μου. Ξέρω μέσα μου ότι δεν θα ξαναπατήσω πόδι εκεί. Λίγες βδομάδες μετά το τηλεφώνημα. Φύγε.
“Δεν είναι ζωή αυτή. Θέλω να ηρεμήσω. Έχω ετοιμάσει τα ρούχα που θέλω να φοράω. Θα σε βλέπω από ψηλά.”. Φευγει.