Είναι Κυριακή μεσημέρι, Ιούλιος μήνας, κάπου στην προηγούμενη δεκαετία, γύρω μου βλέπω μόνο σώματα να χορεύουν μούσκεμα στον ιδρώτα, χορεύω ασταμάτητα και σε κάποιες στιγμές έχω την αίσθηση ότι δεν είμαι άνθρωπος, είμαι κομμάτι από ένα ενιαίο όλο που δονείται σε ένα ρυθμό. Κάποιος ανοίγει μια σαμπάνια και αρχίζει να τη γυρίζει γύρω γύρω. Οι φυσαλίδες αστράφτουν στον καλοκαιρινό ήλιο, κάποιες σκάνε στο προσωπό μου και συνεχίζω να χορεύω και να γελάω. Γλείφω τα χείλη μου που έχουν γεύση από ιδρώτα, θάλασσα και τώρα αλκοόλ και σκέφτομαι ότι αυτή είναι η ευτυχία.
Είναι Κυριακή απόγευμα τον περασμένο χειμώνα, έχω μόλις καταφέρει να ανάψω μόνη μου το τζάκι, έχω φτιάξει τσάι με γεύση μήλο και κανέλα, φοράω φόρμες, έχω ξετρυπώσει από το πατάρι το μονό πουπουλένιο πάπλωμα του Παρισιού, βάζω στο DVD τα “Ψηλά Τακούνια” του Πέδρο, κουκουλώνομαι, μυρίζω το τσάι μου, πατάω το play και την ώρα που βλέπω το μενού έναρξης σκέφτομαι ότι αυτή είναι η ευτυχία.
Επίτρεψε μου μια σημείωση.
Ήθελα απόψε να σου πω για τις απίστευτες διαφορές που συντελέστηκαν στις Κυριακές μου από τότε που πέρασα από το Cocoon (όπου Cocoon θρυλικό beach bar στην παραλία Λουτρακίου δίπλα στο Καζίνο) στο Cocooning (το οποίο εγώ θα περιέγραφα ως τα απογευματόβραδα που φοράς μαλακά πυζαμορουχαλάκια από τα Oysho και αράζεις σπίτι με τις φίλες, το παρεάκι ή τον καλό σου, ή και όλους μαζί, πίνετε σοκολάτα ή ζεστό κρασί, ανάβετε κεράκια, βλέπετε ταινίες και άλλα παρεμφερή.
Μέχρι που είχα τη φαεινή ιδέα να το googlάρω για να βρω καμιά εικόνα να εμπνευστώ κι έπεσα στον ορισμό της Wikipedia που μου έτριψε στη μούρη την πικρή αλήθεια:
 “Cocooning is the name given to the trend that sees individuals socializing less and retreating into their home more” (εις την ελληνικήν: Cocooning είναι η τάση που θέλει τα άτομα να συναναστρέφονται λιγότερο με άλλα άτομα και να αποσύρονται περισσότερο στο σπίτι. Υπάρχει και πιο κολακευτική μετάφραση αλλά αυτό το retreating με τσάκισε).
Ότι κι αν λέει η Wikipedia η αλήθεια είναι πως όσο κι αν πικράθηκα, όσο κι αν νοσταλγώ τις Κυριακές στο Λουτράκι, δεν θα άλλαζα με τίποτα πια τις Κυριακές στο σπιτάκι. Γερνάω μαμά;