Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ο κάθε Μετανάστης πριν βουτήξει χωρίς μπρατσάκια στον Ωκεανό της Ξενιτιάς, είναι να μάθει κολύμπι, κοινώς να ενημερωθεί όσο το δυνατόν καλύτερα για τη χώρα που θα πάει, αν είναι δυνατόν μάλιστα, πριν πάει σ’αυτήν, για να κερδίσει χρόνο, χρήμα και να αποφύγει το ενδεχόμενο να μουρμουρίσει στον εαυτό του το ταπεινωτικό λαϊκό απόφθεγμα “όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια”. Να μάθει για την κουλτούρα, τη γλώσσα, τα ενοίκια, τα σπίτια, τις μεταφορές, το κόστος ζωής. Στην πράξη όμως, είτε αυτό αποτελεί μια πραγματικότητα εντελώς αυτονόητη για τον περισσότερο κόσμο, είτε απλά ο περισσότερος κόσμος δεν μπαίνει καν σ’αυτήν την διαδικασία. Όπως και να ‘χει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: κανένας δεν θα σου πει “Μ@λ@κα, φόρα μπρατσάκια” κι έτσι κινδυνεύεις αν δεν ξεστραβωθείς εγκαίρως, να βρεθείς απροετοίμαστος κατευθείαν στα βαθιά (ή όπως θα ‘λεγε ένας παλιός μου φίλος “ξεβράκωτος στο λάκκο με τ’αγγούρια”). Και από τις κατηγορίες του Μετανάστη που αυθαίρετα όρισα στο πρώτο μέρος της ιστορίας, το μεγαλύτερο θύμα και σε αυτήν την περίπτωση, είναι ο Αισθηματίας ο οποίος επειδή ταυτίζει την ξένη χώρα με το αντικείμενο της λατρείας του, δεν μπαίνει σε περιττές και πολύπλοκες διαδικασίες του τύπου: “Τι Γλώσσα να μιλάνε εκεί άραγε;” και “Ρε συ, λες να μη μιλάει κανένας αγγλικά;”

Χαστούκι 2.
Είχαμε μείνει λοιπόν, που σου έλεγα για το πρώτο μου χαστούκι. Ε, μετά από 2 μήνες ψάξιμο, ήρθε κι άλλο. Εκτός λοιπόν από την 1η φοβερή ανακάλυψη που έκανα κατά την Αναζήτηση Εργασίας στην Κωνσταντινούπολη, ότι δηλαδή ένας Νεοζηλανδός τζομπάνης, έχει περισσότερες πιθανότητες από μένα να διδάξει αγγλικά στην Τουρκία επειδή είναι νέιτιβ, ακολούθησε φυσικά και η δεύτερη, ότι και τα γαλλικά σχολεία προτιμούν Γάλλους. (Γιατί; Πολύ απλά γιατί μπορούν. Γιατί η Τουρκία είναι σε ανάπτυξη. Γιατί η Πόλη, είναι ένα καζάνι εθνικοτήτων και πολιτισμών. Γιατί φήμες λένε, ότι αν πατήσεις το πόδι σου μια φορά εδώ θα γυρνάς για πάντα και πολλοί φαίνεται ότι βαριούνται τα πηγαινέλα και παλουκώνονται. Κοινώς, ο Μετανάστης της Πόλης, αποτελεί κατηγορία από μόνος του αλλά αυτό θα το αναλύσουμε άλλη φορά). Κι αφού νευρίασα, φύσηξα, ξεφύσηξα, είπα ΟΚ, καλά κάνουν οι άνθρωποι, κι εγώ το ίδιο θα έκανα, αποφάσισα να κάνω λίγα (καμιά εκατοστή) βηματάκια πίσω και να αξιοποιήσω την παλιά εμπειρία μου στο Μάρκετινγκ και τη Γραμματειακή Υποστήριξη.

Χαστούκι 3.
Αυτό που θα καταλάβεις πολύ γρήγορα αν ποτέ συναναστραφείς με τους κατά τα λοιπά ευγενέστατους και συμπαθέστατους γείτονες (ναι, αυτά που βλέπεις στα σήριαλ έχουν μεγάλες δόσεις αλήθειας και δεν είναι όλα μούφες) είναι ότι έχουν ένα μεγάλο, τεράστιο πρόβλημα, να πουν “όχι” και “δεν μπορώ”. Και πριν χαμογελάσεις σατανικά και ονειρευτείς ότι θα έρθεις εδώ και θα είσαι άρχοντας και θα σου λένε όλη μέρα “ναι”, να διευκρινίσω:
Δεν εννοώ μ’αυτό ότι δε λένε “όχι” επειδή λένε “ναι”, εννοώ ότι δε λένε “όχι” μέχρι να καταλάβεις μόνος σου ότι είναι ΟΧΙ. Είναι κάπως σαν προσβολή να σου πούνε όχι στα μούτρα σου ή ίσως αποτελεί πληγή στον εγωισμό τους το να μην μπορούν να κάνουν κάτι. Για να σου το κάνω πιο απλό, πες ότι θες ψωμί. Παίρνεις το μπακάλη και του λες: “Καλημέρα, έχετε ψωμί;”
“Φυσικά σου απαντάει. Επειδή όμως έχουμε λίγη δουλειά, θα σας το φέρουμε σε μισή ώρα”.
Σε περίπτωση που έχει όντως ψωμί, θα σου το φέρει σε 3 λεπτά για να χαρείς που δεν έκανε μισή ώρα και να τσιμπήσει το μπαξίσι.
Σε περίπτωση που δεν έχει ψωμί, θα πάει και θ’αγοράσει από το διπλανό μπακάλη.
Σε περίπτωση που δεν έχει ο διπλανός μπακάλης, θα πάει στο σούπερ μάρκετ.
Σε περίπτωση που δεν έχει το σούπερ μάρκετ, θα πάει στο διπλανό σούπερ μάρκετ.
Σε περίπτωση που δεν έχει το διπλανό σούπερ μάρκετ, θα γυρίσει άπραγος και νευριασμένος.
Στο μεταξύ έχει περάσει η μισή ώρα, εσύ παίρνεις και ξαναπαίρνεις να δεις τι γίνεται και δεν το σηκώνει κανείς.
Στο τέλος, φτάνεις ν’ανησυχήσεις μην έσκασε κανένας φούρνος και ανατινάχτηκαν όλοι και μια και δυο, πας από κει να δεις τι γίνεται.
Βλέπεις το μπακάλη φουρτουνιασμένο και όταν ρωτάς τι έγινε, ακούς ότι δυστυχώς δεν έχουνε ψωμί.
Ο άνθρωπος τα ΄χει πάρει κρανίο και μάλιστα θεωρεί ότι αφού έκανε όλα αυτά για σένα, του οφείλεις κι ένα ευχαριστώ.
Εσύ θεωρείς ότι αφού δεν είχε ψωμί εξαρχής, έπρεπε να σου το πει και ότι του οφείλεις ένα σιχτίρι τουλάχιστον γιατί έχασες και μισή ώρα στην οποία θα μπορούσες να έχεις πάει μόνος σου στο διπλανό μαχαλά να πάρεις ψωμί και μαζί και λίγο αέρα. Πάρε τώρα αυτή την ιστορία και άλλαξε λίγο τους πρωταγωνιστές. Εσύ είσαι Εσύ. Το ψωμί είναι η δουλειά που ψάχνεις. Ο μπακάλης είναι όλοι οι φίλοι και γνωστοί που διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους ότι ξέρουν “Ένα Σωρό Κόσμο” και ότι θα “Κανονίσουν” αυτοί να βρεις δουλειά στο πι και φι. Πι και Φι ίσον 3 μήνες. Για να φτάσουμε στην παραδοχή ότι τελικά ψωμί δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε καν αλεύρι.

“Μα δεν καταλαβαίνεις ότι έτσι, απλά με ταλαιπωρείς;”

Χαστούκι 4. 
Μ’αυτά και μ’αυτά, το καλοκαίρι οδεύει προς το τέλος του, έχουν ήδη περάσει κοντά 5 μήνες αναζήτησης εκ των οποίων τους 3 κατοικώ πια “μόνιμα” στην Πόλη και προσπαθώ να διώξω τη σκέψη που τριγυρίζει στο μυαλό μου σαν ενοχλητικό ζωύφιο, ότι δηλαδή έφαγα και το δίμηνο που ήταν το έσχατο σημείο ανοχής μου στην ανεργία, έφαγα και το 3μηνο, και θέλω να πιω όλο το Βόσπορο να πνίξω τον καημό μου. Μέσα στη μαυρίλα βέβαια, έχω βρει χρόνο ν’ασχοληθώ με το βιβλίο το οποίο προχωράει με ρυθμούς που ούτε στα όνειρα του δε ματάδε το έρμο, αλλά εγώ εκεί, να θέλω αυτό που δεν μπορώ να έχω.
Και καθώς η Αναζήτηση Εργασίας, μπορεί να σου προκύψει Full-Time Job από μόνη της, κι επειδή ωραία η Πόλη, αλλά έπρεπε να έρθουμε εδώ για να διαπιστώσουμε ότι για να κάνεις μπάνιο στη θάλασσα, πρέπει να ταξιδέψεις καμιά ώρα τουλάχιστον προς τα εκεί στο Νότο, εκεί που μου κλήρωσε ο έρωτας το λόττο, η ιδέα των διακοπών στην Ελλάδα, έβαλε στους ώμους μου φτερά. Που κόπηκαν, όταν στο αεροδρόμιο προς τη γλυκιά πατρίδα, ενημερώθηκα ότι η βίζα μου ήταν πιο ληγμένη κι απ’τα χάπια που δεν παίρνω, αλλά πολύ θα χρειαζόμουν εκείνη την ώρα. Διότι όπως έμαθα στο Αλλοδαπών που οδηγήθηκα συνοδεία αστυνομικού, εκτός από το τσουχτερό πρόστιμο, η τιμωρία για τους άμυαλους Αισθηματίες που δεν ενημερώνονται σωστά, είναι και 3 μήνες απαγόρευση εισόδου στην Τουρκία.

Άντε τώρα να βρεις δουλειά από απόσταση κι άντε να ξέρεις ότι και να τη βρεις, δεν θα μπορείς καν να πας στη συνέντευξη. Παρόλ’ αυτά, συνέχισα να στέλνω ασταμάτητα βιογραφικά, έτσι για το γαμώτο της υπόθεσης. 

The “New Era”.
Όταν πάτησα το πόδι μου στο Ατατούρκ 3 μήνες αργότερα, ήμουν αγριεμένη. Τι αγριεμένη δηλαδή που αν με βλέπανε οι παραγωγοί του Tomb Raider τον καιρό που γυριζότανε, η καημένη η Τζολί θα έμενε άνεργη επιτόπου κι έχει κι ένα σκασμό παιδιά να θρέψει. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με αυτό που εκπέμπεις, με τα μέρη που έψαχνα πλέον, με το γεγονός ότι έπαιρνα τηλέφωνο φωνάζοντας αν λάβανε το βιογραφικό μου, ότι μια φορά πήγα και κατσικώθηκα στη ρεσεψιόν του γραφείου που υποτίθεται ότι με είχε αναλάβει και δεν μου είχε κανονίσει ούτε μια συνέντευξη, αλλά οι συνεντεύξεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη και άρχισα να λαμβάνω απαντητικές επιστολές, οι οποίες αν και ως επί το πλείστον ήταν (και είναι αρνητικές), εξηγούν ότι ο μόνος λόγος απόρριψης είναι η ελλιπής γνώση της Τουρκικής γλώσσας. Στο τέλος, δέχτηκα και μερικές προτάσεις συνεργασίας αλλά οι συνθήκες, τα ωράρια και ο μισθός, ήταν τόσο άθλια που έπρεπε να αρνηθώ αν σεβόμουν τον εαυτό μου και τα 12 χρόνια που δουλεύω.

Και για να σε προλάβω πριν σκεφτείς ότι τα θέλει ο “απαυτός” μου τελικά να τυραννιέμαι, διάλεξα την καλύτερη από τις μικρές ιστορίες που έζησα κατά τη Νέα Εποχή στην Αναζήτηση Εργασίας, έτσι για να πάρεις μια μικρή ιδέα.

“Πλάκα μου κάνεις;”
Ήταν θυμάμαι μια μουντή Δευτέρα πριν από ένα μήνα περίπου και είχα συνάντηση-συνέντευξη με την υπεύθυνη ενός “Κέντρου Διδασκαλίας Αγγλικής Γλώσσας”, όπως ονομάζονται εδώ τα φροντιστήρια τα οποία απευθύνονται κυρίως σε εργαζόμενους ενήλικες (και γι’αυτό πρέπει να κόψεις εσύ το λαιμό σου και να δουλεύεις μέχρι και ΣΚ ως τις 10 το βράδυ επειδή τότε βολεύει τους “μαθητές”). Αυτό ήταν ένα από τα νέα μου κόλπα, αφού αυτοί που ζητούσαν νέιτιβς στις αγγελίες δεν μου απαντούσαν ποτέ, έβρισκα τέτοιες “εταιρίες” που ζητούσαν αγγλόφωνους για διοικητικές θέσεις, πήγαινα στη συνέντευξη και αυτοί, όχι να το παινευτώ δηλαδή, ω, του θαύματος τελικά με θέλανε για Αγγλικού.

Τα ‘παμε λοιπόν απ’το τηλέφωνο, είπαμε να τα πούμε κι από κοντά στο φροντιστήριο που για να σου τα πω με χιλιομετρικές αποστάσεις Αθήνας, αν το σπίτι μου είναι στο Καπανδρίτι, το φροντιστήριο είναι στο Φάληρο. Και δεν έχω αυτοκίνητο. Κι επειδή όπως είχαμε πει σε άλλη ιστορία είμαι και πρωτοξαδέρφη του κυρίου Μπιν, φροντίζω να προφυλάσσομαι από τον ίδιο μου τον εαυτό και ξεκινάω 3 ώρες νωρίτερα. Την ώρα που είμαι στο τρένο και περίπου 2 ώρες πριν το ραντεβού, μου τηλεφωνεί η κυρία Χ για να μου πει ότι δυστυχώς δεν μπορεί να βρεθούμε σήμερα γιατί πρέπει να πάει να πάρει την κόρη της από το σχολείο. Ήρεμα της εξηγώ ότι τυγχάνει να είμαι ήδη στο δρόμο γιατί είχα κάτι δουλίτσες στην περιοχή (Ναι, γεια σας, με λένε Πινόκιο) κι επειδή την πιάνει η ντροπή και δεν μπορεί να πει και όχι, δέχεται να μην ακυρώσει τη συνάντηση με την προϋπόθεση ότι θα κάναμε γρήγορα. Ακόμα καλύτερα σκέφτηκα γιατί ήταν οι μέρες που με είχαν φάει οι δρόμοι. Φτάνω που λες με το τρένο στην περιοχή που ονόμασα αργότερα Gamidia (κάπου πήρε το αυτί μου ότι έχει ωραία μύδια εκεί γι’αυτό), και την παίρνω για ακριβείς οδηγίες. Μου λέει ότι για να μην μπερδευτώ θα πεταχτεί σε 5 λεπτά να με πάρει εκείνη. 45 λεπτά αργότερα κι αφού έχω μεταμορφωθεί σε κατεψυγμένο φασολάκι Μπάρμπα- Στάθη από το κρύο κι έχω αναλύσει στη νοηματική την οικονομική κατάσταση Ελλάδας και Τουρκίας με τον κουλουρτζή, την ξαναπαίρνω τηλέφωνο για να μου πει ότι τελικά δεν μπορεί να έρθει να με πάρει γιατί της έχει σκάσει το λάστιχο και περιμένει την οδική βοήθεια και αν θα μπορούσα να πάρω ένα ταξί και να πάω εγώ σ’εκείνη. Ενώ της μιλάω ακόμα στο τηλέφωνο, αφήνω τον κουλουρτζή σύξυλο, μπαίνω στο πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μου και δίνω το τηλέφωνο στον οδηγό για να του εξηγήσει που να με πάει.

Φαντάσου λίγο το σοκ μου, όταν ο ταξιτζής με άφησε πάνω στην εθνική οδό, μου ζήτησε 25 λίρες κ εξαφανίστηκε. Στη συνέντευξη που έγινε μέσα στο τζιπ με το σκασμένο λάστιχο και διήρκησε 5 λεπτά μέχρι να έρθει η οδική βοήθεια πρόλαβα να ενημερωθώ ότι θα έπρεπε να δουλεύω 6 μέρες την εβδομάδα από 10 ώρες τη μέρα για 500 περίπου ευρώ. Ίσως τελικά ήταν καλύτερα που ήρθε η οδική βοήθεια και διέκοψε τη συζήτηση και δεν χρειάστηκε να το σκάσω τρέχοντας.

Ελπίζω με όλα αυτά που σου είπα, να πήρες μια μικρή γεύση για το πώς είναι να ψάχνεις δουλειά στην Πόλη από το μηδέν.
Τουλάχιστον, έτσι ήταν για μένα μέχρι τώρα.

Πάντως εγώ, με τούτα και με ‘κείνα, πριν λίγες μέρες, αποφάσισα. Τέλος.


Θα τα παρατήσω όλα και θα γίνω πριγκίπισσα.