Έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα της εισόδου και βγήκε έξω παραπατώντας. Ο απογευματινός ήλιος που του χάιδεψε το πρόσωπο και μια ευωδιά από μαγιάτικα λουλούδια τον έκαναν να νιώσει αμέσως καλύτερα. Άπλωσε το βλέμμα του στον καταπράσινο κήπο του νοσοκομείου αναζητώντας ένα μέρος να καθίσει. Τις περισσότερες φορές καθόταν στο γρασίδι κάτω απ’ το μεγάλο πεύκο του κήπου με κλειστά τα μάτια και φανταζόταν ότι είναι σ’ ένα δάσος, μακριά απ’ όλους και απ’ όλα. 
 
Σήμερα όμως, την αγαπημένη του γωνιά, την είχε καταλάβει μια ομάδα τσιγγάνων που δεν έδειχνε καμία διάθεση να μετακινηθεί. Έμεινε ακίνητος μερικές στιγμές κοιτάζοντας τους. Στο κέντρο καθόταν στο έδαφος οκλαδόν μια γυναίκα απροσδιορίστου ηλικίας που κρατούσε το μέτωπο της και με τα δύο χέρια και κουνιόταν πίσω μπρος σα να ακολουθούσε το ρυθμό του τραγουδιστού της θρήνου. Όρθιος μπροστά της ένας ξυπόλητος πιτσιρίκος μιμούνταν το θρήνο της μ’ έναν τρόπο που έμοιαζε ψεύτικος, ενώ κατά διαστήματα άφηνε το μέτωπο με το ένα του χέρι για να ξυστεί. Μια τσιγγανοπούλα μασουλούσε κάτι μέσα από ένα αλουμινόχαρτο κοιτώντας αφηρημένη το κενό, ενώ οι περισσότεροι άντρες της ομάδας, στέκονταν όρθιοι καπνίζοντας συνοφρυωμένοι. Ένας νεαρός ακουμπούσε με το κεφάλι στον τοίχο και είχε τα μάτια του κλειστά. 
 
Σκέφτηκε τότε ότι ο πόνος δεν έχει φυλή, δεν έχει χρώμα ούτε ηλικία. Και ανασηκώνοντας ανεπαίσθητα το αριστερό του χέρι σε μια κίνηση μεγαλοψυχίας, τους παραχώρησε τη γωνιά του και κατευθύνθηκε δεξιά προς αναζήτηση άλλου καταφυγίου. Θυμήθηκε ότι κάπου στο βάθος, πίσω από τους θάμνους με τις δάφνες, είχε δει μια μέρα κάτι μικρά ξύλινα παγκάκια. Τα εντόπισε και κατευθύνθηκε προς το πιο απόμακρο, όπου και σωριάστηκε, ρίχνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω και ακουμπώντας τα χέρια του στην ξύλινη πλάτη, έτσι που έμοιαζε σα να προσεύχεται στους ουρανούς. 
 
Στην πραγματικότητα δεν είχε καμία όρεξη να προσευχηθεί. Όλους αυτούς τους μήνες δεν έκανε και τίποτε άλλο. Από την ώρα που άνοιγε τα μάτια του και καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας μιλούσε μέσα του με το Θεό, γύρευε απαντήσεις που θα τον βοηθούσαν να καταλάβει τη φύση της αρρώστιας αυτής που έκανε τους ανθρώπους να λιώνουν σαν τα καφετιά κεράκια της Μεγάλης Εβδομάδας.  Άλλοτε πάλι τον κυρίευε ένας παράξενος ορθολογισμός και συνειδητοποιούσε ότι η συνομιλία αυτή δεν είχε κανένα απολύτως νόημα καθώς δεν ήταν ο καρκίνος η μόνη αδικία στον κόσμο.  Ήταν χιλιάδες, κι εκείνος πολύ λίγος για να προσευχηθεί για όλες.  Έτσι, αποκαμωμένος, τα παράταγε κι έλεγε μέσα του ‘ας γίνει ότι είναι να γίνει, στο κάτω κάτω όλοι μια μέρα θα χαθούμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο’, μέχρι που άκουγε την επόμενη κραυγή πόνου και αγωνίας από το δωμάτιο του πατέρα του και άρχιζε πάλι το παραμιλητό σφίγγοντας τα χέρια πάνω στο στήθος του, παλεύοντας να πνίξει τα δάκρυα που του έκαιγαν τα μάτια. ‘Σε παρακαλώ καλέ μου Θεέ, αν υπάρχεις, κάνε να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Κάνε τον καλά ή πάρε τον κοντά σου’. Μετά από λίγο καιρό, και βλέποντας τους γιατρούς να κουνάνε τα κεφάλια τους δεξιά και αριστερά με σφιγμένα τα χείλη, τις φλέβες στα χέρια του πατέρα να διαλύονται από τις χημειοθεραπείες και τα κάθε λογής φάρμακα, έκανε περικοπές στην προσευχή του και την περιόρισε απλά σε μια επιτακτική διαταγή: ‘ Θεέ, πάρε τον κοντά σου! Έλεος!’.
 
Έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του, το έβαλε στο στόμα του με αργές κινήσεις, το άναψε μ’ ένα διαφημιστικό αναπτήρα που πάντοτε μισούσε αλλά τύχαινε να είναι ο μόνος  που βρισκόταν πάντοτε στη τσέπη του, τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό προς τη μεριά του νοσοκομείου σα να ξόρκιζε το κακό μ’ ένα παλιό βουντού, λες και μαζί με τον καπνό, θα χανόταν ο πόνος  όλων των ανθρώπων που φιλοξενούνταν εκεί μέσα. Ένας παράξενος σταθμός το νοσοκομείο. Όλοι μπαίνουν μέσα πονεμένοι, άλλα στην έξοδο μοιράζονται σ’ αυτούς που βγαίνουν έχοντας νικήσει τον πόνο και σ’ αυτούς που έχουν χάσει κάτι απ’ τον εαυτό τους ή ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό. 
 
 Έτσι ξαφνικά, τον κυρίευσε μια ακατανίκητη επιθυμία να γελάσει, να σκάσει στα γέλια, όπως δεν το είχε κάνει ούτε μία φορά τα τελευταία δύο χρόνια. ‘Πόσο γελοία είναι η ζωή; Πόσο γελοίοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι έτσι που χτυπιόμαστε σαν μικροσκοπικά μυρμήγκια και παλεύουμε για να πετύχουμε, να βγάλουμε λεφτά, να κατακτήσουμε τους στόχους μας, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Και όλα αυτά, γνωρίζοντας από πολύ νωρίς ότι μια μέρα θα καταλήξουμε μια σακούλα κόκκαλα στο ντουλάπι ενός  νεκροταφείου. Μέχρι και τα δέντρα, όλα αυτά τα δέντρα που είναι γύρω μου αυτή τη στιγμή, θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακόμα κι όταν δεν θα υπάρχει τίποτε πια δικό μου’, σκέφτηκε.
 
Πέρασε άλλη μια φορά απ’ την οθόνη του μυαλού του τα γεγονότα των δύο τελευταίων χρόνων. Χωρίς να ξέρει γιατί, κάθε φορά που βυθιζόταν σε τέτοια περισυλλογή, του ερχόταν φευγαλέα στο μυαλό εκείνο το παιχνίδι που έπαιζε μικρός με το κοριτσάκι που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα: είχαν μάθει να ζωγραφίζουν τις σκηνές μιας ιστορίας στις γωνίες ενός τετραδίου και ύστερα ξεφύλλιζαν το τετράδιο γρήγορα κι έβλεπαν την ιστορία να ξετυλίγεται σαν κινούμενο σχέδιο αφήνοντας επιφωνήματα χαράς κι ενθουσιασμού. Αυτό το παιχνίδι, έμεινε τόσο βαθιά χαραγμένο μέσα του, που άθελα του, κάθε φορά που σκεφτόταν μια σειρά γεγονότων, αυτά περνούσαν  από μπροστά του ζωγραφισμένα στην άκρη των σελίδων ενός τετραδίου. Έτσι και τώρα. Είδε τον πατέρα του ψηλό και καμαρωτό, με τα πυκνά μαύρα μαλλιά και το περιποιημένο του μούσι, καλοντυμένο κι αρωματισμένο, να μεταμορφώνεται σελίδα τη σελίδα σ’ έναν εξαντλημένο,  αποστεωμένο γέροντα. Και γύρω του ζωγραφισμένες οι παράλληλες σκηνές της ιστορίας. Η εναγώνια δική του προσπάθεια να συγκεντρώσει χρήματα για τη θεραπεία, χρήματα που ακόμα δεν είχε καν ξεκινήσει να ξεπληρώνει σε γνωστούς και φίλους, η απόρριψη της πρότασης για μια καλύτερη δουλειά που όμως θα του έτρωγε όλο το χρόνο και θα τον ανάγκαζε να βλέπει τον πατέρα του μόνο τα σαββατοκύριακα. Και όλα αυτά γιατί; Για να κερδίσει λίγο ακόμα χρόνο κοντά του. Για να παλέψει επί ίσοις όροις τις ενοχές που τον κατέκλυαν κάθε φορά που πήγαινε να κάνει κάτι για τον εαυτό του ή τέλος πάντων τον άνθρωπο που κάποτε ήταν ο εαυτός του.
 
Υπήρχαν στιγμές που δεν αναγνώριζε καν το είδωλο του στον καθρέφτη. Τα κατσαρά μαλλιά του, που ήταν πάντοτε περιποιημένα,  έπεφταν σε λιγδιασμένα τσουλούφια μπροστά στα μάτια του, ενώ άσπρες τούφες είχαν κάνει την εμφάνιση τους.  Τα ρούχα του έπλεαν καθώς το φαγητό έμοιαζε αμαρτία όταν ένας τόσο αγαπημένος του άνθρωπος δεν μπορούσε πια να φάει τίποτα. Το όμορφο πρόσωπό του στόλιζαν δύο πελώριοι μαύροι κύκλοι που έφταναν μέχρι τα μάγουλα, κάτω από το σκελετό των ξεχαρβαλωμένων γυαλιών του. Τα πάντα πάνω του ήταν ποτισμένα με νικοτίνη. Εκείνος που ποτέ δεν κάπνιζε πολύ, δεν μπορούσε πια να σταθεί χωρίς τσιγάρο. Ήξερε καλά ότι αυτή η παρηγοριά ήταν όχι μόνο προσωρινή αλλά κι επιβλαβής, του ήταν αδύνατον όμως να επιβληθεί στον εαυτό του αυτόν τον καιρό. Είχε ανάγκη να βουλιάξει σε κάτι, να ζήσει μια μικρή αυτοκαταστροφή, να ακουμπήσει έστω και λίγο τη σκοτεινή πλευρά του και οι ουσίες δεν ήταν ποτέ το αγαπημένο του. Αγόραζε λοιπόν τη μικρή καταστροφή του απ’ το περίπτερο κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά για να ξεκινήσει μια ακόμα μέρα, φωτοτυπία της προηγούμενης. 
 
Έφευγε απ’ το νοσοκομείο με το ξημέρωμα για να περάσει απ’ το σπίτι να πλυθεί και ν’ αλλάξει ρούχα. Μερικές φορές, αργούσε να ξυπνήσει κι έφευγε κατευθείαν για το βιβλιοπωλείο. Δεν ήθελε ν’ αργεί γιατί είχε ανάγκη από προετοιμασία για να μπορέσει να εξοικειωθεί με το χώρο και να φορέσει τη μάσκα του καλού πωλητή. Είχε σκεφτεί πολλές φορές ότι στη ζωή είμαστε διαρκώς υποχρεωμένοι ν’ αλλάζουμε μάσκες, σα να έχει ο καθένας μας ένα βεστιάριο από διαφορετικά πρόσωπα που αλλάζουν ανάλογα με την περίσταση. Καθημερινά λοιπόν προσπαθούσε να είναι καλός πωλητής, ευχάριστος συνεργάτης, να αντιμετωπίζει την κατάσταση με κουράγιο και αξιοπρέπεια. Ευτυχώς ο κύριος  Παναγιώτης , άνθρωπος μορφωμένος, διορατικός και με ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο, κάποια στιγμή όταν αντιλήφθηκε την κατάσταση, χωρίς να του πει κουβέντα, πήρε μια φοιτήτρια για τ’ απογεύματα,  και τον έβαλε να δουλεύει 9 με 5  τις καθημερινές με τα ίδια χρήματα. Με το που τελείωνε τη δουλειά, έτρεχε στο νοσοκομείο με κομμένη την ανάσα, χωρίς καν να τηλεφωνήσει, φοβούμενος για το τι μπορεί να άκουγε στο τηλεφώνημα. Για κάποιο λόγο προτιμούσε να φαντάζεται κάθε φορά ότι ενόσω δούλευε είχε συμβεί κάποιο συγκλονιστικό θαύμα, ότι βρέθηκε ένα φάρμακο, μια θεραπεία που θ’ αντέστρεφε  την πορεία προς το γκρεμό. Όμως το θαύμα δε συνέβαινε ποτέ και ο αέναος κύκλος της δυστυχίας και του πόνου συνέχιζε αργά και βασανιστικά τις στροφές του με τον ίδιο ρυθμό.
 
Με όλα αυτά, είχε παρατήσει εντελώς την ποίηση και το γράψιμο και ούτε θυμόταν από πότε είχε να γράψει το παραμικρό. Τα παλιά ποιήματα του, ήταν παρατημένα σε μια γωνιά του γραφείου του και κάθε φορά που αντίκριζε τις τσαλακωμένες σελίδες, ένιωθε ντροπή για όσα είχε γράψει. Ύμνοι στη ζωή, ύμνοι στον έρωτα που τα τελευταία 2 χρόνια έμοιαζε κάτι ξένο και απόκοσμο, στη φύση και στα θαύματα της  και τόσα άλλα που έμοιαζαν τώρα γραμμένα από κάποιον άλλο, έναν άλλον εαυτό  που θυμόταν από μία άλλη ζωή ευτυχισμένη και ανέμελη, τότε που δεν πονούσε το στήθος του από το πολύ τσιγάρο, τα μάτια του δεν έτσουζαν από την αϋπνία, τότε που ήταν μικρός κι ένιωθε ατρόμητος, ένιωθε ότι μπορούσε να κατακτήσει τον κόσμο. 
 
Εντελώς μηχανικά άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Κοίταξε γύρω του και συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει αρκετή ώρα κι έπρεπε να προλάβει να επιστρέψει στο δωμάτιο πριν κοιμηθεί ο πατέρας. Τράβηξε τρεις απανωτές ρουφηξιές και κράτησε μέσα του τον καπνό. Αποζητούσε απεγνωσμένα τη μέθη για να βρει πιο εύκολα το κουράγιο να επιστρέψει στο δωμάτιο που μύριζε χλώριο, φάρμακα και αντισηπτικά και να μπορέσει να βγάλει τη νύχτα στην άβολη πολυθρόνα χαζεύοντας τηλεόραση στο αθόρυβο και παρακαλώντας να τον πάρει ο ύπνος παρά το ροχαλητό του διπλανού κυρίου.  Περπάτησε πάλι τη διαδρομή προς τη γυάλινη είσοδο του νοσοκομείου με αργά βήματα. Έριξε μια ματιά προς το πεύκο όπου τώρα οι τσιγγάνοι ήταν καθισμένοι και ξαπλωμένοι πάνω σε κουβέρτες κι όπως φαινόταν θα περνούσαν τη νύχτα κάτω από το δέντρο. Αυτή η εικόνα του έδωσε ένα παράξενο κουράγιο και μια παρηγοριά κι ένιωσε τότε ότι δεν θα ήταν μόνος σε αυτή την άγρυπνη νύχτα του Μαΐου. Φτάνοντας στην είσοδο, έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα προς τα μέσα αυτή τη φορά, έστειλε ένα σφιγμένο χαμόγελο στην κοπέλα της ρεσεψιόν και προχώρησε προς τους ανελκυστήρες. 
 
Κάθε φορά που βρισκόταν στο νοσοκομείο, φορούσε τη μάσκα του ατρόμητου, λες κι αν έπαιζε καλά αυτό το ρόλο, θα ξόρκιζε το κακό που είχε πέσει πάνω στην οικογένεια του σαν ξεκολλημένος βράχος. Η είσοδος ήταν άδεια από κόσμο και τα φώτα είχαν αρχίσει να χαμηλώνουν. Πάτησε με τον αγκώνα του το κουμπί για τον 9ο όροφο κι έκλεισε τα μάτια. Στους διαδρόμους επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Που και που ακουγόταν κάποιο πνιχτό βογκητό πίσω από τις κλειστές πόρτες των δωματίων και το φύσημα μιας μύτης που συνόδευε το κλάμα κάποιου συνοδού. Χαμογέλασε αλλόκοτα καθώς σκέφτηκε για μια ακόμη φορά ότι όλο αυτό είναι ένας φρικτός εφιάλτης, ότι είναι πάλι παιδί και πως όπου να ‘ναι θα ξυπνήσει, θα είναι Σάββατο και θα έρθει ο πατέρας του να τον ξυπνήσει να πάνε για ψάρεμα. Ασυναίσθητα, έβγαλε τα γυαλιά του για να τρίψει τα μάτια του κι αμέσως τα τράβηξε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα αναλογιζόμενος ότι τα χέρια του ήταν γεμάτα μικρόβια. Καμιά φορά τον έπιανε τέτοια παράνοια, που φανταζόταν ότι ο καρκίνος είναι κάτι κολλητικό, ότι θα μπορούσε να μπει μέσα του και να τον διαλύσει αν δεν είναι προσεκτικός. Τότε έμπαινε τρέχοντας στο μπάνιο και άρχιζε να τρίβεται με το σφουγγάρι μέχρι που νόμιζε ότι το δέρμα του θα ξεκολλήσει.
Άνοιξε την πόρτα του 905 και αφού περιεργάστηκε στα γρήγορα το γαλάζιο δωμάτιο με τα μεγάλα παράθυρα, διαπίστωσε με ανακούφιση ανακατεμένη με τρόμο ότι το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο. Ο πατέρας ήταν μόνιμα ξαπλωμένος ανάσκελα για να μην εμποδίζει τα «δηλητήρια» όπως αποκαλούσε μονολεκτικά φάρμακα, τροφή και βιταμίνες, να κυλάνε στο αίμα του.
 
‘Δεν πήγες σπίτι;’ του είπε ψιθυριστά, μ’ εκείνο το συνωμοτικό ύφος που είχε κάθε φορά που ερχόταν στο νοσοκομείο. Έμοιαζε λες και δεν ήθελε να ταράξει όλους αυτούς τους ανθρώπους της πτέρυγας που υπέφεραν από τον ίδιο καημό αλλά εκείνος ήταν πεπεισμένος ότι φοβούνταν και υπέφεραν πιο πολύ από τον ίδιο.  Είχε ανακαλύψει όλους τους πιθανούς τρόπους για να κρύβει τον τρόμο και τον πόνο που του προκαλούσε η αρρώστια, σε σημείο που υπήρχαν φορές που κατάφερνε να πείσει και τον ίδιο του τον εαυτό ότι δεν έχει τίποτα και ότι όλα θα πάνε καλά. ‘Και που να πάω;’ , του απάντησε και συμπλήρωσε κυνικά: ‘άλλωστε εδώ νιώθω πια σα στο σπίτι μας’. Και σωριάστηκε στη μικρή μπλε πολυθρόνα που βρισκόταν στη γωνία του δωματίου χαζεύοντας την ανοιχτή τηλεόραση.
 
Το σπίτι… Κάθε φορά που συλλογιζόταν το σπίτι, τον συντάρασσε η τραγική ειρωνεία της  κατάστασης. Ο πατέρας είχε δώσει όλο του το είναι για να χτίσει αυτό το σπιτάκι στα προάστια της Αθήνας με τον ολάνθιστο κήπο και την πελώρια βερικοκιά στο κέντρο. Δούλεψε χρόνια για να το στήσει, να το κάνει όμορφο, να έχει η οικογένεια «ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι της», πήρε δάνεια, έκανε υπερωρίες στη δουλειά περιμένοντας  την ώρα που θα έδρεπε τους καρπούς των κόπων του, που θα μπορούσε να σκαλίσει τον κήπο που έφτιαξε αφιερώνοντας ώρες ατέλειωτες, χωρίς να σκέφτεται ότι  ένα κομμάτι του ανήκει στην τράπεζα. Και η ώρα αυτή τον βρήκε στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, χιλιοτρυπημένο, συρρικνωμένο από τον πόνο και την ασιτία. 
 
‘Που είναι ο διπλανός; Έφυγε;’ ρώτησε τον πατέρα.
‘Όχι ακόμα. Σπίτι του πήγε’. 
 
Ο πατέρας αρεσκόταν σε τέτοιου είδους λογοπαίγνια σχετικά με το θάνατο. Ειδικά τον τελευταίο καιρό, από τότε που οι γιατροί άρχισαν να επικαλούνται το Θεό στις συζητήσεις που αφορούσαν την κατάσταση του, είχε αποκτήσει μια άνευ προηγουμένου αγάπη για το μαύρο χιούμορ. 
 
‘ Αποφάσισε να πάει σπίτι του με κατ’ οίκον νοσηλεία. Κι έκανε πολύ καλά’.
‘Όχι πάλι αυτή τη συζήτηση, μπαμπά! Τα είπαμε αυτά χίλιες φορές…’
‘Να τα πούμε άλλη μία. Δεν είναι κατάσταση αυτή να ξημεροβραδιάζεστε εδώ κι εσύ και η μάνα σου την ώρα που το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι ακίνητος και να ρουφάω τα δηλητήρια. Δηλητήρια εδώ, δηλητήρια κι εκεί. Τουλάχιστον εκεί θα κοιμάμαι στο κρεβατάκι μου’.
‘Κι αν χρειαστείς κάτι, αν σε πιάσει κάτι;’
‘Δεν πρόκειται να χρειαστώ τίποτα. Θα είμαι μια χαρά’. Αυτήν την τελευταία φράση την είπε με τέτοιο λαχάνιασμα που ήταν ήδη οξύμωρο. ‘Πήγαινε σπίτι παιδί μου, καλά είμαι’.
‘Κι εγώ καλά είμαι’, είπε και πήρε τη μόνη στάση που είχε εντοπίσει ότι τον βόλευε στη μικρή μπλε πολυθρόνα. Μέσα σε λίγα λεπτά, είχε αποκοιμηθεί ακουμπώντας το κεφάλι του στον τοίχο δίπλα από την πολυθρόνα.
 
Ονειρεύτηκε ότι ήταν χειμώνας και έβρεχε καταρρακτωδώς. Βρισκόταν σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι που έμοιαζε με τις γειτονιές του Λονδίνου στις όχθες του Τάμεση, εκεί που συνήθιζε να τριγυρνάει κάθε φορά που πήγαινε να επισκεφτεί κάτι φίλους του που έμεναν εκεί . Ξαφνικά από μια γωνία  του πλακόστρωτου δρόμου, εμφανίστηκε ο πατέρας με γρήγορο βήμα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Στο φως της κολόνας του ηλεκτρικού, πρόσεξε ότι ήταν ντυμένος στα ολόμαυρα. Φορούσε μαύρο κοστούμι με μαύρο πουκάμισο και μαύρα γυαλιστερά σκαρπίνια. ‘Πάμε’, του είπε ο πατέρας και χαμογέλασε μ’ εκείνο το χαμόγελο όλο νόημα που άφηνε να ξεπροβάλλουν μεγάλα κατάλευκα δόντια μέσα από το περιποιημένο του μούσι.  ‘Που;’ τον ρώτησε ζαλισμένος, αλλά ο πατέρας τον τραβούσε ήδη από το μπράτσο προς το στενό απ’ το οποίο είχε εμφανιστεί και άρχισε να τρέχει. Μουσκεμένοι ως το κόκκαλο, έφτασαν λίγο αργότερα σ’ ένα μικροσκοπικό γκρίζο εστιατόριο που το φώτιζε ένα αχνό κιτρινιάρικο φως. Στο μοναδικό ξύλινο μοναστηριακό τραπέζι ήταν καθισμένοι δεξιά κι αριστερά συγγενείς και φίλοι. Όρθια στην κεφαλή του τραπεζιού, στεκόταν η μητέρα, ντυμένη μ’ εκείνο το λιτό χειμωνιάτικο νυφικό που φορούσε στη γαμήλια φωτογραφία που βρισκόταν στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας τους. Κανένας δεν χαμογελούσε εκτός απ’ τον πατέρα. ‘Τι περιμένουμε λοιπόν; Ας αρχίσει το γλέντι! Κερνάω σήμερα’ , είπε με τη βροντερή του φωνή ο πατέρας και αρπάζοντας ένα ποτήρι με μπύρα το σήκωσε ψηλά κι αμέσως μετά την άδειασε κάνοντας εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο που έκανε πάντα όταν έπινε κάτι που του άρεσε. Η ομήγυρη τον μιμήθηκε σιωπηλά. Μόνο η μητέρα παρέμεινε ακίνητη να τους κοιτάζει με σφιγμένα τα χείλη.
 
Ξύπνησε από τον ήχο που έκανε η νοσοκόμα που τοποθετούσε το πτυσσόμενο τραπεζάκι στο κρεβάτι του δωματίου.
‘Πω, πω, ούτε στο Χίλτον τέτοιο πρωινό’, είπε ο πατέρας και της γλίστρησε ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα στην  τσέπη της στολής.
‘Δεν χρειάζεται κάθε φορά…’, άρχισε εκείνη μ’ ένα ντροπαλό χαμόγελο.
‘Κερνάω σήμερα. Έχω κέφια. Κάνε μου τη χάρη’, είπε ο πατέρας μ’ ένα παιδικό χαμόγελο και ύστερα βούτηξε το κουταλάκι του γλυκού στην ασπριδερή κρέμα και το έφερε στο στόμα του γλείφοντας προσεκτικά την άκρη του και καταπίνοντας με κόπο. ‘Αχ, βαρυστομάχιασα! Φέρτε μου μια σόδα!’ κι αμέσως έσκασε στα γέλια με το αστείο του. ‘Πώς κοιμήθηκες; Φρεσκαδούρα σε βλέπω!’
‘Τι να σου λέω. Υπέροχα…!’, απάντησε εκείνος ειρωνικά. ‘Νιώθω χάλια…’, κι αμέσως μετάνιωσε για την επιλογή των λέξεων καθώς θυμήθηκε για μία ακόμη φορά ότι κάθε παράπονο που διατύπωνε έμοιαζε προσβολή γι’ αυτόν τον άνθρωπο που κουβαλούσε το σταυρό του σιωπηλά και δεν παραπονιόταν ποτέ για τίποτα.
‘Πάω για ένα τσιγάρο’, είπε τέλος και ίσιωσε τα μαλλιά του με μια αφηρημένη κίνηση που έκανε κάθε πρωί προσπαθώντας να στρώσει τις μπούκλες του που πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση.
‘Δεν πας πουθενά’, είπε ο πατέρας μ’ εκείνο το στρατιωτικό ύφος, απομεινάρι μιας εποχής που πάλευε να μαζέψει τα αμάζευτα και να προστατέψει τον κανακάρη του από τη δίνη μιας άγριας κι επαναστατημένης εφηβείας. ‘Έρχεται η μάνα σου σε λίγο να μαζέψουμε. Επιστρέφω σπίτι’.
‘Ώστε λοιπόν το αποφάσισες;’, ρώτησε έντρομος και η καρδιά του άρχισε να χοροπηδάει σαν μπαλάκι στο στήθος του χωρίς να είναι σίγουρος γιατί. Έφταιγε κι εκείνο το όνειρο που μόνο καλό δεν θα μπορούσε να είναι.
‘Άκου Δημήτρη’, του είπε μαλακά με μια κουρασμένη φωνή ‘Δεν έχει νόημα όλο αυτό. Πίστεψε με θα είναι το καλύτερο για όλους’.
‘Εντάξει τότε. Θα σας δω εκεί’. 
 
Έκανε μεταβολή και χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη αρχίσει να τρέχει. Όσο κι αν φοβόταν τη συνέχεια, ένιωσε ξαφνικά μια τεράστια ανακούφιση που δεν θα ξαναπατούσε το πόδι του σε αυτό το νοσοκομείο.