2006
Αιωρούμαι στο όλα και στο τίποτα, αιωρούμαι σα μενταγιόν στα χέρια κάποιου υπνωτιστή. Πιέστηκα πολύ να γράψω, δεν έγραψα τίποτα. Γνώρισα τους φίλους μου και τους γνωρίζω ακόμα. Έφτασα αισίως τα 25 και διατυμπανίζω ότι μπορώ να πεθάνω με το χαμόγελο στα χείλη. Χωρίς όμως να έχω κάνει ένα παιδί…
Η ζωή είναι παράξενη. Δεν θυμάμαι αν το έχω ξαναγράψει, το έχω σκεφτεί όμως εκατομμύρια φορές. Δεν γράφω μυθιστορήματα, δεν γράφω αφηγήματα, γράφω σπαράγματα. Ξυπνάω και ψάχνω για μολύβι και χαρτί. Νομίζω ότι από τη μικρή τρυπίτσα του μελανιού απλώνεται η λύση σε όλα μου τα προβλήματα. Τα γραπτά μου είναι εξωφρενικά εγωκεντρικά. Δεν γράφω για τον κόσμο γύρω μου, γράφω για μένα. Κακώς κάθισα και είπα στον κόσμο ότι γράφω γι’αυτόν πριν καν γράψω έστω μια γραμμή.
Αυτό το τετράδιο, είναι γεμάτο εγωκεντρικές ιστορίες, μια μαραμένη ιστορία αγάπης μεταμφιεσμένη σε μυθιστόρημα κι ένα σωρό άλλες βλακείες, μικροπράγματα πεταμένα από δω κι από κει… Τελειώνει το 2006. Έμαθα να κουκουλώνομαι, να κουκουλώνω τους άλλους, να λέω ψέματα και να είμαι περήφανη γι’αυτό. Υπάρχει μια μοναδική απόλαυση στο ψέμα την οποία εγώ χρόνια τώρα αγνοούσα.
Είναι σα να μυήσαι αυτομάτως στην παγκόσμια συνομοταξία των ψυχών που έχει για χαιρετισμό το κλείσιμο του ματιού και το πονηρό χαμόγελο. Νομίζω ότι όταν είσαι καλός ψεύτης γίνεσαι αυτόματα καλύτερος επαγγελματίας, ηθοποιός, συγγραφέας. Μπορεί και όχι. Και πάλι όμως, με λίγη προσπάθεια και λίγη εξάσκηση της μνήμης γλιτώνεις ένα σωρό παλιοκαταστάσεις. Δεν θέλω πια να γράψω την “Αντιψεύτρα” σαν αντίλογο στην “Ψεύτρα” του Κοκτώ.
Τα είδωλα μου καταρρέουν. Υψώνονται καινούργια που με γεμίζουν αμφιβολίες κι ερωτηματικά. . Δεν ξέρω. Λατρεμένη, μισητή φράση. Δε με νοιάζει. Καινούργια φράση. Τι είναι αυτό που κάνει τη δεύτερη σιγά σιγά να υπερισχύει σε σχέση με την πρώτη; Λες να είναι αυτός ο αέρας ανεμελιάς, μια υπερηφάνια, ένα “είμαι υπεράνω όλων αυτών των μικρών, αδιάφορων, ασήμαντων, μικρών πραγματακίων γιατί μ’απασχολούν άλλα πιο σοβαρά;” Αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στις δυο φράσεις, στις δυο στάσεις και παλεύω ακόμα.
Ίσως να είναι αυτό που λέει η Στεφανία, αγάπη για το δύσκολο. Και να ήμουν μόνο εγώ; Όπου και ν’απλώσω το βλέμμα οι άνθρωποι κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αρέσκονται στο να γίνονται εύκολοι σε αυτούς που τους είναι δύσκολοι. Αφιερώνουν την ενέργεια τους στο να αποκωδικοποιούν τους άλλους και αφήνουν τα νώτα τους ακάλυπτα.
Πώς θα μπορούσε όμως να γίνει διαφορετικά;
Τσιγάρο.
Ήρθε η ώρα (2:38) να παραδεχτώ σε μένα τουλάχιστον ότι δεν ξέρω ακριβώς τι θέλω. Εδώ και κάμποσο καιρό, απολαμβάνω αυτό που ο Χατζής περιγράφει ως επιστήμη του χαζέματος…..
Σ.Σ. Την ώρα που αντέγραφα την προτελευταία φράση από ένα από τα παλιά μου τετράδια, κοίταξα το ρολόι. Η ώρα ήταν 2:38 το ξημέρωμα.