Ζητιάνο του like μ’ έχεις κάνει !!!” Oύρλιαξα στον Αλέξανδρο κάπου στην 3η βδομάδα ύπαρξης της Αλίκης στο διαδίκτυον, όταν το άρθρο έχασκε μόνο του για λίγη ώρα, χωρίς κανένας να έχει πατήσει το μαγικό κουμπάκι.
Χωρίς να μπορώ να εντοπίσω πότε ακριβώς προκλήθηκε αυτή η βλάβη στο μηχανισμό αντίληψης μου, για κάποιο λόγο, το να βάζω τον άντρα μου και τους κολλητούς μου να κάνουν ένα ηλίθιο κλικ σε οτιδήποτε έγραφα, μου προκαλούσε (και ας μη γελιόμαστε, μου προκαλεί ακόμα) μια αγαλλίαση άνευ προηγουμένου και μία ασυμμάζευτη χαρά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στην αρχή, τότε που το βρωμόκουμπο έκανε την εμφανισή του στους μπανιστηρτζίδικους διαδρόμους του φέισμπουκ δεν έδινα καμία απολύτως σημασία στην ύπαρξη του (λέω μπανιστηρτζίδικους, γιατί πολλές φορές, όταν σαπίζω με τις ώρες -όπως λέει και ο αδερφός μου, νιώθω ότι περπατάω σ’ένα σκοτεινό διάδρομο με κλειστές πόρτες με τζαμένια παράθυρα και κοντοστέκομαι κάθε λίγο να δω τι κάνει ο καθένας μέσα στο δωμάτιο του. Νιώθω ολίγον ποταπή, αλλά αφού ξέρουν ότι είμαι εκεί, μπορώ να κάτσω όσες ώρες θέλω να πάρω μάτι. Αν δε, βρεθεί κανένας επιδειξίας ή ανυποψίαστος που να έχει και ανοιχτή την πόρτα, παίρνω και καρέκλα και κάθομαι να κουτσομπολέψω με την ησυχία μου).
Ελεήστε καλέεε!
Σιγά σιγά όμως, όλο και βρισκότανε στο δρόμο μου κάτι που ανέβαζε κάποιος φίλος κι ενθουσιαζόμουνα τόσο πολύ που σε κάποιες άλλες εποχές θα έπαιρνα τηλέφωνο να πω “καλά ρε τι τέλειο αυτό που ανέβασες!” (για να μη θυμηθώ τις εποχές που ανταλλάσσαμε κασέτες και γίνω εντελώς γραφική). Γι’αυτό όμως ο Zuckerberg είναι δισεκατομμυριούχος κι εγώ μετράω τα κέρματα στο πορτοφόλι (να δω αν βγαίνει να πάρω και σήμερα καπουτσίνο ή αν θα καταναλώσω την καφεδένια νανοτεχνολογία του nescafe στο σπίτι που άμα λάχει μπορεί να σου φυτρώσει και καφεόδεντρο μέσα στο στομάχι μια μέρα, δεν εξηγείται αλλιώς που ο καφές ξαναγεννιέται 2 φορές με λίγο νεράκι ενώ τον έχεις ήδη ρουφήξει). Γιατί ο Mark που λες, εκεί που έκανε τα meeting φορώντας τη σαγιονάρα του Ταμτάκου*, του ήρθε η θεία φοίτηση σχετικά με το πώς θα βοηθήσει τα αγαπημένα πρεζοπελατάκια του να εκφράσουν εύκολα και γρήγορα τον ενθουσιασμό τους και φυσικά να μπαίνουν στη σελίδα τους 40 φορές τη μέρα (τουλάχιστον). Και όταν ανακοίνωσε την καινούργια ιδέα που του κατέβηκε στην κούτρα, όλη μαζί η πεφωτισμένη ομάδα του Face, αναφώνισε: We liiiiiiiike! Και εγένετο like button. Και εγένετο η εξάρτησις μεγαλύτερη.
Η κατρακύλα ξεκίνησε αργά αλλά σταθερά. Στην αρχή, η μεγάλη πλάκα ήταν το να κάνω like. Like εδώ, like εκεί, like και παραπέρα, σα μικρές πεταλουδίτσες τα “θέλω” και τα “αρέσει” μου προσγειώνονταν στις σελίδες των φίλων και τους μοίραζαν χαρά (δεν μπορεί να είμαι μόνο εγώ η καμμένη). Σιγά σιγά, το δηλητήριο άρχισε να ενεργεί όχι μόνο σε μένα αλλά και σε όλους όσους ξέρω: δεν αρκούσε να τύχει ένα like, έπρεπε να πετύχει κιόλας. Και για να πετύχει, ξαφνικά από τα προφίλ, άρχισε να εξαφανίζεται η πρώτη φουρνιά φωτογραφιών και να αντικαθίσταται από φωτογραφίες νέας γενιάς, με παράξενες σκιές, καλλιτεχνικές λήψεις, μακιγιάζ και από κάποια φάση κι έπειτα, φωτοσοπιασμένες. Και μετά αρχίσανε να σκάνε μύτη στα προφίλ, μωρά, παιδιά, σκυλιά, γατιά, σπίτια, διακοπές, γάμοι, στιγμές, τα πάντα όλα. Με μοναδικό σκοπό (και όποιος διαφωνεί μπορεί να με πάρει και τηλέφωνο να τσακωθούμε με την ησυχία μας) να πατηθεί το μαγικό κουμπάκι. Αλλά τα πράγματα ήταν ακόμα “ελεγχόμενα” κατά καποιο τρόπο. Διότι, επειδή είχα πάντα μια σχέση αγάπης-μίσους με το συγκεκριμένο site κοινωνικής δικτύωσης, και δεν παραδέχομαι εύκολα τον εθισμό μου, το έπαιζα για λίγο ακόμα υπεράνω, αφήνοντας στα άλμπουμ φωτογραφίες παλαιάς κοπής και κρατώντας τα κείμενακια μου κρυμμένα σε μια γωνία.
Μέχρι που ήρθε η μέρα εκείνη, στις διακοπές των τελευταίων Χριστουγέννων που ως άλλος Zuckerberg (κατέβασε το φρύδι σου τώρα!) συνέλαβα κι εγώ την συγκλονιστική ιδέα να γράφω τα κείμενα μου σ’ ένα blog του οποίου το όνομα με χτύπησε κατακούτελα σε μία πρωτοχρονιάτικη κρίση τριανταρίσματος. Αυτό ήτανε. Το like και το όχι like (κάτι πρέπει να σκεφτεί κι αυτός ο χριστιανός και γι’αυτούς που δεν τους κάνει κανένας like να παρηγοριούνται κι αυτοί οι άνθρωποι!) άρχισαν να σηματοδοτούν την επιτυχία ή την αποτυχία του κάθε άρθρου. Και η επιτυχία του κάθε άρθρου, με τη σειρά της άρχισε να σηματοδοτεί την δική μου επιτυχία ή αποτυχία ως κειμενογράφο. Και η εκάστοτε επιτυχία, την καλή ή την κακή διάθεση. Bref, η διάθεση μου εξαρτιόταν από τα like. Και μια που τα like συνήθως ήταν ελάχιστα, καταλαβαίνεις πώς ήταν η διάθεση. Μέχρι που βρήκα την καταπληκτική λύση: Όταν δεν είχα πολλά like θα ζητούσα από τους φίλους μου να μου κάνουν μερικά και ούτε γάτα ούτε ζημιά! Και όλα πήγαιναν καταπληκτικά, μέχρι που μια μέρα όλοι ξαφνικά άρχισαν να έχουν πάρα πολλή δουλειά (μα δεν μπορώ να καταλάβω, όλοι μαζί πια;) κι έτσι είχα μόνο τον Αλέξανδρο να πρήζω. Ο οποίος κι αυτός βαρέθηκε σε κάποια φάση κι έτσι άρχισα να τον απειλώ ότι άμα δε μου κάνει like μόνος του, θα μπαίνω από το προφίλ του και θα μου κάνω μόνη μου, αλλά κατάλαβα ότι αυτό δεν θα είχε και πάρα πολλή αξία οπότε εγκατέλειψα την ιδέα.
Η ζητιανιά του like είναι κατά καιρούς τόσο εξουθενωτική δουλειά που πραγματικά, προτιμώ να μη γράψω τίποτα για να γλιτώσω λίγη αγωνία.
Αλλά πες μου, τώρα που ξέρεις όλη την αλήθεια, ένα like θα μου το κάνεις έτσι δεν είναι;
*Καλά, ακόμα δεν είδες το Social Network;