Κάθε χρόνο, μετά τις πρώτες χαρωπές τσιριτρί τσιριτρό μερούλες του Μαϊου, που ξυπνάω κάθε πρωί μέσα στη χαρά και την ευτυχία, ακούγοντας τα πουλάκια να κελαηδούν και χαμογελόντας στις ηλιαχτίδες που τρυπώνουν από τις χαραμάδες της μπαλκονόπορτας, αρχίζει αργά αργά αλλά σταθερά να με κυριεύει ο τρόμος για τις επερχόμενες συναντήσεις μου με τα τέρατα του καλοκαιριού. Κι αυτό διότι δε θυμάμαι καλοκαίρι που να μην συνάντησα κι από ένα.
Όλα ξεκίνησαν όταν από ένα γύρισμα της μοίρας, βρεθήκαμε οικογενειακώς, μαμά, μπαμπάς, παιδάκια, στην εξωτική Κόρινθο όταν εγώ ήμουν στην τρυφερή ηλικία των 5. Η Κόρινθος, ως τροπικός παραθαλάσσιος προορισμός, αρέσει ιδιαίτερα στα γλιτσερά τέρατα που αγαπούν ιδιαίτερα τη ζέστη και τη θάλασσα (τρομάρα τους -και μου βασικά). Καθώς λοιπόν ήμουν ήδη σε μία ηλικία που μπορούσα να αντιληφθώ κάποια πράγματα, δεν μπορούσες δηλαδή να μου πεις αχ, κοίτα τι γλυκό πλασματάκι κι εγώ να το πιστέψω, και δεν είχα ξαναδεί ποτέ κουκαράτσα (θα δεις ότι δεν μπορώ ούτε να γράψω τη λέξη καλά καλά), όταν αντίκρυσα το πρώτο ιπτάμενο καφετί τέρας να κατευθύνεται προς το μέρος μου απειλητικά, ούρλιαζα επί ένα πεντάλεπτο σερί (κάποιοι μπερδεύτηκαν και είπαν ότι το παιδί θα γίνει σοπράνο), σφραγίζοντας έτσι δια παντός τη σχέση μου με το συγκεκριμένο ζωντανό.
Παρά τον απόλυτο τρόμο που βίωσα τότε, καθότι δίκαιο πνεύμα και με τις αρχές του ευρωπαϊκού διαφωτισμού ήδη υπάρχουσες σε λανθάνουσα μορφή στην ψυχή μου, αποφάσισα ότι έπρεπε να σεβαστώ την ύπαρξη του άλλου (τερατώδους είδους), αρκεί να σεβόταν κι αυτό την δική μου ύπαρξη και να έμενε μακρυά μου (τουλάχιστον διακόσια μέτρα…). Έκανα μάλιστα και  τον πρώτο παιδικό μου διαλογισμό προσπαθώντας να στείλω μηνύματα σε όλα τα απεχθή έντομα να μείνουν μακρυά μου. Και για κάποια χρόνια το κόλπο έπιασε κάπως καθώς εμφανίζονταν πάντα σε διπλανά δωμάτια, όπου κάποιος από τους δικούς μου, με φονικό όπλο μπαζούκα-λαστιχένια σαγιονάρα, έδινε τέλος στον τρόμο και την αγωνία μου.
Μέχρι που μια ωραία πρωία, μερικά χρόνια αργότερα, θα ‘μουν 8 ή 9 χρονών, τα τέρατα αποφάσισαν να εκδικηθούν για τους αδικο(;)χαμένους συγγενείς και προσπάθησαν να με εξοντώσουν οριστικά. Δε χρειάστηκε να κάνουν και πολλά. Έστειλαν ειδικό απεσταλμένο μέσα στο αθλητικό μου παπούτσι με σαφείς οδηγίες να με ξεκάνει από τον απόλυτο τρόμο. Έτσι, όταν διαπίστωσα ότι κάτι μ’ενοχλούσε και καθώς μουρμούραγα στον αδερφό μου με ύφος μεγάλης αδερφής, να μην ξαναβάλει τα playmobil του μέσα στα παπούτσια μου, έβγαλα το παπούτσι να το αδειάσω από το περιεχόμενο και το φρικαλέο μαμούνι άρχισε να σκαρφαλώνει στο γυμνό, καλοκαίρι γαρ, ποδαράκι μου. Τη συνέχεια δεν μπορώ να την προσδιορίσω με σαφήνεια, το μόνο που θυμάμαι είναι να τρίβω το πόδι μου με το σφουγγάρι σε σημείο να κοντεύω να το γδάρω από το τρίψιμο. Ακολούθησαν πολλά χαρωπά περιστατικά, όπως εκείνο που ο εχθρός αποφάσισε να κρυφτεί μέσα στην πετσέτα του μπάνιου μου με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί στο μπράτσο μου κατά το σκούπισμα και να με κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια κουνώντας μάλιστα την αριστερή κεραία σε ένδειξη περιφρόνησης. Η περιφορά μου με αδαμιαία περιβολή στους διαδρόμους του σπιτιού να ουρλιάζω ως άλλος Αρχιμήδης που δεν “εύρηκε” αλλά… έχασε το μυαλό του για λίγα λεπτά είναι κάτι που ακόμα προσπαθώ να ξεχάσω.
Περιττό να πω ότι μετά απ’όλα αυτά, οι διπλωματικές σχέσεις διακόπηκαν και ξεκίνησε ο πόλεμος τον οποίο είχα χάσει εκ προοιμίου. Κάθε καλοκαίρι, μαζί με τη ζέστη ερχόταν και ο τρόμος. Και όσο μεγάλωνα, αντί να μικραίνει, άρχισε να διογκώνεται στο μυαλό μου καθώς τροφοδοτούνταν κι από την ντροπή που ένιωθα καθώς ολόκληρη γαϊδάρα μπορούσα από το να λιποθυμήσω μέχρι το να το βάλω στα πόδια τρέχοντας, στην υποψία και μόνο ότι μπορεί να είδα έναν εκπρόσωπο του είδους. Στο μυαλό μου, το συγκεκριμένο είδος, παντελώς άχρηστο στην πυραμίδα της ζωής (που με απελπισία πληροφορήθηκα κάποτε ότι θα επιβιώσει και από πυρηνικό πόλεμο), άρχισε να ευθύνεται για ένα σωρό στραβά. Μου χάλασε τις διακοπές ένα καλοκαίρι στο Αγκίστρι, έχω φύγει άρον άρον από ξενοδοχεία, κάμπινγκ κι εστιατόρια αμέτρητες φορές, τσακώθηκα με μια Γερμανίδα καλοκαιρινή φίλη στην Ίο όταν στη θέα ιπτάμενου καμικάζι, φώναζα απελπισμένη στους περαστικούς με το δάκρυ έτοιμο να κυλήσει “Έλεος ας τη σκοτώσει κάποιος” και η Γερμανίδα έξαλλη, μου είπε ότι είναι κι αυτό πλασματάκι του Θεού και δεν μου ξαναμίλησε ποτέ, έγινα ρεζίλι των σκυλιών σε βραδυνή έξοδο με φίλους στου Ψυρρή όταν είδα ένα τέρας κάτω από το τραπέζι και ανέβηκα στην καρέκλα… Και το κορυφαίο όλων, ήταν η στιγμή που ένα σιχαμερό κουκαράτσι, αποφάσισε να κάνει τσάρκα δίπλα από την καρέκλα που καθόμουνα (δίπλα στο διευθυντή μου) σε καλοκαιρινή δεξίωση του Κολλεγίου. Φυσικά, σηκώθηκα να φύγω τρέχοντας, ζητώντας συγγνώμη και αφήνοντας σύξυλο -και θυμωμένο, το διευθυντή που εκείνη την ώρα κάτι έλεγε για νέες μεθοδολογίες αγγλικών. Στο μυαλό μου φυσικά η κατσαρίδα (να ορίστε το ‘γραψα) ευθύνεται και για τη μη ανανέωση της σύμβασης μου με το σχολείο…
Έτσι λοιπόν, με το που μπαίνει ο Ιούνιος, αρχίζω και κοιμάμαι με το ένα μάτι ανοιχτό σαν κυνηγόσκυλο για να μπορώ να κρατάω και σκοπιά. Και αν κοιμηθώ βαθιά, ο εφιάλτης είναι πάντα ο ίδιος. Μπαίνω ή μένω σ’ένα σπίτι γεμάτο τέρατα. Επειδή όλο αυτό είχε αρχίσει να παίρνει διαστάσεις εμμονής, αποφάσισα να την πολεμήσω, αρχικά γιατί σκέφτηκα ότι θα γίνω μάνα μια μέρα και θα πρέπει να προστατεύσω τα παιδιά μου κι έπειτα γιατί μου καρφώθηκε ότι αν ποτέ τα παιδάκια στο σχολείο ή στο φροντιστήριο αποφάσιζαν να κάνουν καμιά πλάκα η ξεφτίλα μου δεν θα είχε όρια. Διάβασα λοιπόν ότι πρέπει πρώτα να αντιλαμβάνεσαι το αντικείμενο στην πραγματική του διάσταση -πράμα δύσκολο καθώς ξέχασα να πω ότι πάντα τσακωνόμουνα με όλους που παρευρίσκονταν στις συναντήσεις αυτές γιατί εγώ ισχυριζόμουν ότι το έντομο είχε μέγεθος σπουργιτιού και οι υπόλοιποι επέμεναν και μου έσπαγαν τα νεύρα ότι είχε μέγεθος μεγάλου σκαθαριού. Μετά, πήρα να διαβάσω τη Μεταμόρφωση του Κάφκα για να δω πως νιώθει το έντομο, αλλά όσο διάβαζα, αντί να συμπονώ τον ήρωα, φανταζόμουν χαμογελώντας σαρδόνια μια πελώρια σαγιονάρα ή ένα πελώριο κατσαριδοκτόνο να τον ξεκάνει μια ώρα αρχύτερα. Ύστερα διάβασα κάπου ότι για να ξεπεράσεις μια φοβία, πρέπει να το φέρνεις στο μυαλό σου το αντικείμενο του φόβου πολλές φορές την ημέρα για να εξοικειωθείς. Μόνο που απ’οτι φαίνεται, μάλλον από την πολλή γιόγκα και τον πολύ διαλογισμό, είχα αναπτύξει ειδικές τηλεπαθητικές ικανότητες κι έτσι το καλοκαίρι του 2011 έζησα τον απόλυτο εφιάλτη, τη φρίκη της φρίκης, τον τρόμο των τρόμων: η κουζίνα του σπιτιού, γέμισε αηδιαστικούς φρικαλέους εξωγήινους (και όταν λέω γέμισε, εννοώ γέμισε) που μάλλον έπιασαν με τις κεραίες τους ότι τους έφερνα στο νου μου με κόπο κι εξουθένωση 5 φορές τη μέρα και είπαν να περάσουν να δουν ποιος μ@λ@κ@ς τους καλεί όλη την ώρα. Και φυσικά, όλες οι προσπάθειες εξοικείωσης με το αντικείμενο του φόβου αποδείχτηκαν περιττές.
Περιττό να πω ότι ο άντρας μου, πήρε τότε στο νου μου διαστάσεις θεότητας, καθώς πολέμησε γενναία και ατρόμητα τον εχθρό απ’όλες τις μεριές. Το ίδιο και ο μικρός μου αδερφός που τον παρασημοφόρησα κι αυτόν μ’ένα μικρό μετάλλιο, καθώς έτυχε να βρίσκεται εκεί μια από τις μαύρες κείνες μέρες κι έκανε το καθήκον του με θάρρος, τιμή και δόξα. Κάθε μάχη που κερδίζαμε, μου έδινε το κουράγιο να συνεχίσω να αναπνέω. Εννοείται φυσικά ότι έγιναν συζητήσεις για μετακόμιση, αλλά 3 απολυμάνσεις και 5 γενικές καθαριότητες κατάφεραν να με φέρουν στα συγκαλά μου. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που γράφω δεν είμαι τελείως καλά. Αλλά ευτυχώς η κοπέλα της εταιρίας απολύμανσης είναι ευγενέστατη και με ανέχεται κάθε φορά που την παίρνω και την πρήζω…
Ποτέ δεν κατάλαβα τι είδους άνθρωπος έκατσε κι έγραψε τραγούδι για τη φυλή της αηδίας, αλλά αφού υπάρχει, να μη χαλάσουμε το κλίμα…