Από  “Κομιλφώ”

Όλες έχουμε ένα τέτοιο. Είναι το βρακί εκείνο, γιατί η λέξη εσώρουχο προφανώς δεν είναι όσο δυνατή σημειολογικά ταιριάζει, που έχουμε όλες κάπου κρυμμένο στο συρτάρι μας, χαμένο ανάμεσα σε σέξι, άνετα, πρόστυχα, διαφανή, χωρίς ραφές, με δαντέλες, πιο κοντά, πιο μεγάλα, πιο πιο…. Ότι είδος εσωρούχων μια απλή καθημερινή γυναίκα έχει τέλος πάντων.
Γιατί μη μου πεις ότι δεν έχεις περίπου ένα βρακί για κάθε περίσταση: ένα που να πηγαίνει με το καινούριο σουτιέν, ένα που να φοράς με εκείνη εκεί τη μωβ φούστα, ένα που να μην διαγράφεται από το παντελόνι, το αγαπημένο σου όταν έχεις περίοδο, αυτό που το φοράς όταν ο γκόμενος λείπει και βαριέσαι να είσαι η onhold φαντασίωσή του, αυτό που φοράς και σου φτιάχνει τη διάθεση και βγαίνεις έξω  τραγουδώντας σατανικά το its raining men, αυτό που ξέρεις ότι αργότερα απόψε θα βγάλεις ή θα σου βγάλουν με πάθος.. και αυτό το άλλο… της γιαγιάς… αυτό που είναι το τελευταίο σου ανάχωμα πριν το πάθος… αυτό που χτυπάει ρεντ αλερτ στο κεφάλι σου όταν την ώρα που είσαι έτοιμη για όλα κάνεις νοερά ανασκόπηση –φτέρνες-μασχάλες- μπικίνι-σουτιέν- … ουπς…. Που πάω με τέτοιο βρακί???? Αυτό λοιπόν!
Κάθε φορά που βλέπω τον Μιχάλη τα τελευταία 3 χρόνια το φοράω. Γιατί τα δυο προηγούμενα πριν τα τελευταία 3 φορούσα κάτι μικρό, διακριτικό ή και τίποτα για μεγαλύτερη ευκολία και περισσότερο πάθος. Γιατί από την στιγμή που γνώρισα τον Δημήτρη άναψε στο κεφάλι μου ένα άλλο φωτάκι συναγερμού που δεν με αφήνει να χαρώ κανένα γκομενάκι…
Είναι μεγάλη βοήθεια πάντως. Η βράκα της γιαγιάς ντε! ‘Ήταν το σωσίβιο μου –μεταφορικά και σχεδόν κυριολεκτικά έτσι μεγάλη που είναι- όταν έλιωνα από πόθο για τον κουλτουριάρη γκριζομάλλη που με είχε μαγέψει όλο το βράδυ σε ένα επίσημο δείπνο κάτι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ήταν η δικαιολογία που έδωσα εγώ σε μένα όταν παράτησα στα κρύα του λουτρού τον Γιάννη που με γυρόφερνε 3 βδομάδες ολόκληρες στην παρέα, ήταν ο λόγος που χρειαζόμουν για να φλερτάρω εκ του ασφαλούς τον Κώστα στο γραφείο.Και, ήταν ο μόνιμος σύντροφος και συμπαίκτης μου κάθε φορά που έβλεπα τον Μιχάλη τα τελευταία τρία χρόνια.
Ο Μιχάλης αποφάσισε να μην παίξει άλλο το παιχνίδι μου. Δεν ξέρω αν το κατάλαβε ποτέ τι ήταν για μένα, πόσο παιχνίδι, πόσο συνήθεια, πόσο απωθημένο, πόσο ανάμνηση από μια ζωή μακρινή και αλλοτινή, πόσο αυτό που ήθελα και δεν μπορούσα να έχω, πόσο αναζωογονητικό, πόσο απαραίτητο μέρος της γυναικείας μου ψυχοσύνθεσης ήταν. Μπορεί να ήταν και όλα αυτά τα περίεργα υλικά που έφτιαχναν το εκρηκτικό, πικάντικο, δροσερό κοκτέιλ που πίναμε κάθε φορά που βρισκόμασταν. Και κάθε φορά, εκείνος ήταν πρόθυμος να θυμηθούμε τα παλιά, να βουτηχτούμε σε μια βραδιά πάθους και έρωτα που θα έληγε το ξημέρωμα. Και κάθε φορά εγώ ήμουν πρόθυμη να αφεθώ μέχρι εκεί που οι ενοχές και ο καθωσπρεπισμός μου μου επέτρεπαν, μέχρι εκεί που τον άφηνα να με κάνει να νιώσω ποθητή. Και στο κρίσιμο σημείο… τσουπ το καμπανάκι της βράκας της γιαγιάς, ή απλά το καμπανάκι της γιαγιάς που έφριττε από κει ψηλά? –δεν ξέρω αλλά δεν νομίζω γιατί ήταν τσίφτισσα και μερακλού η γιαγιά- χτυπούσε και λειτουργούσε στο ζαλισμένο από πόθο κεφάλι μου σαν σειρήνα στη διάβαση: « Προσοχή μη με περάσεις γιατί θα σε πατήσει το τραίνο που έρχεται».
‘Έτσι και προχτές. ‘Όλα πήγαιναν ρολόι, η ζέστη, το ποτό, η κουβέντα, οι ματιές, η οικειότητα… αχ εκείνη η οικειότητα… που έχεις με τον κολλητό που έγινε πρώην, ή με τον πρώην που έγινε κολλητός –δύσκολο το ξέρω- ή με τον φίλο που ξέρεις ότι είσαστε οι ρεζέρβες ο ένας του άλλου… η οικειότητα που έχεις τέλος πάντων με τον άνθρωπο που σε ανεβάζει χωρίς να σε κομπλεξάρει. Με τον άνθρωπο που διαβάζεις στα μάτια του ότι σε θέλει, στα ίδια μάτια που καθρεφτίζεται ότι τον θέλεις κι εσύ. Και όταν ο Μιχάλης έκανε την κίνηση και την πρότασή του – όπως κάθε φορά τα τελευταία 3 χρόνια- άρχισε η αντίστροφη μέτρηση… ακολασία εναντίον αρετής, πόθος εναντίον πίστης, χάος εναντίον συνήθειας… για κάποιο διάστημα τα πρώτα νικούσαν, αλλά όταν έφτασε η στιγμή της απόφασης, το δευτερόλεπτο εκείνο που με κάνει να ξεχωρίζει από τον νεαρό παρορμητικό εαυτό που υπήρξα κάποτε… τότε η βράκα της γιαγιάς ήταν και πάλι εκεί, καλά κρυμμένη κάτω από τη σέξι εικόνα για να κρατήσει τα μπόσικα.
Για μια ακόμα φορά με έσωσε από τον εαυτό μου, και από τις τύψεις μου. Αλλά αυτή τη φορά ο Μιχάλης δεν μου το συγχώρησε, ούτε σε μένα, ούτε στη βράκα για την οποία παντελώς τον ένοιαξε ποτέ. Με ένα μήνυμα δήλωσε ότι με πέταξε έξω από τη ζωή του όπως πέταξα κι εγώ το βρακί στο πάτωμα πριν ρίξω πάνω μου όσο νερό υπήρχε σαν να έριχνα φάσκελα. Φάσκελα που υποχώρησα ή φάσκελα που το άφησα να τραβήξει μέχρι εκεί… δεν ξέρω ακόμα.
Ξέρω όμως ότι αν κάποια επόμενη φορά ξαναδώ τον Μιχάλη θα πρέπει να τον αντιμετωπίσω χωρίς τη βράκα της γιαγιάς…