Κωνσταντινούπολη 

 

…Δύο μήνες κράτησε η “χαρά” της αναζήτησης του παλατιού.

Και καθώς σε αυτό το διάστημα έπρεπε κάπου να μένουμε, καθότι εδώ το κράτος δεν μοιράζει σκηνές στους άστεγους, όπως ήτανε μόδα ένα φεγγάρι στο Παρίσι, βολευτήκαμε σε ένα άλλο “παλατάκι”  που ανήκει στην κατηγορία που σου είπα την προηγούμενη φορά: διαμέρισμα/δωμάτιο ξενοδοχείου, το οποίο βρισκόταν μερικά λεπτά από την πλατεία Ταξίμ. Από τις φωτογραφίες φαινότανε πολύ ωραίο και ήτανε και κεντρικά για να μπορεί η Μαντάμ Σουσού (βλ.γράφουσα) να πηγαίνει τις τσάρκες της στο Πέραν και να βγάζει φωτογραφίες καλλιτεχνίκ & ανεβασουάρ και να περνάει τις ατέλειωτες ώρες σε σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος περιμένοντας τον άντρα κολόνα του σπιτιού να σχολάσει από την κοπιαστική του εργασία. Ο σύζυγος είχε μετοικήσει πρώτος στης Ανατολής τα μέρη καθώς τον κάλεσε το καθήκον και βιαζότανε κιόλας, και στη συνέχεια, ένα πρωί τ’ Απρίλη κοντά στη Ροδαυγή, έφτασε και η κυρία Ποκοπίκου, χαρωπή μετά ροζουλιάς βαλιτσούλας και με άγριες διαθέσεις εξερευνητή να οργώσει τα σοκάκια της Βασιλεύουσας και να βγάλει το μέγα πόρισμα για το αν και πόσο θα μπορούσε το ζεύγος Κοτόπουλου να κατοικοεδρεύσει στη μαύρη ξενιτιά.

Το χοτέλ, δέσποζε αγέρωχο κι επιβλητικό στην κορυφή μιας ανηφόρας σκαλοστολισμένης. Στην αρχή μου ‘φερε μια απροσδιόριστη συγκίνηση γιατί μου θύμισε μαμά πατρίδα Ερμούπολη αλλά γρήγορα ήρθα στα συγκαλά μου καθώς συνειδητοποίησα με τρόμο ότι τη σκάλα εκείνη θα την ανεβοκατεβαίνα φορτωμένη επί 15 μέρες (άλλοτε κουβαλώντας ψώνια και άλλοτε μόνο το κορμί μου που από τότε που ‘κονόμησε 8 κιλά από το ακατάπαυστο περιδρόμιασμα του περσινού γαμήλιου καλοκαιριού, τα ερωτεύτηκε τόσο πολύ που δεν τ’αφήνει να φύγουν με τίποτα). Το μέρος ήταν καθαρό και περιποιημένο από την είσοδο κιόλας, τα άτομα στη ρεσεψιόν βαριεστημένα αλλά χαμογελαστά, αγγλικά yok εννοείται, μη λέμε όλο τα ίδια. Το δωματιόσπιτο ήταν στον 3ο όροφο και τα πάντα μέσα ήταν ολοκαίνουργια και θα ήταν όλα πολύ όμορφα αν δεν υπήρχε ένα μικρό προβληματάκι που χτύπησε τη μυτούλα μου σαν κύμα του Ατλαντικού με το που άνοιξα την πόρτα του μπάνιου. Η μπόχα της αποχέτευσης που έβγαινε από το μπάνιο, θύμιζε άπλυτο σκύλο που βράχηκε με λάσπη, γλίστρησε κι έπεσε μέσα σε λάκο με σκατά. Και καθώς η φύση λέει προβλέπει και ανταμοίβει κι εμένα μ’έκανε γκαβή και κουφή, αλλά μου χάρισε απλόχερα συγκλονιστική όσφρηση -να την κάνω τι ακριβώς δεν ξέρω, αλλά που θα πάει όλο και κάπου θα χρησιμεύσει, τις μυρωδιές, όμορφες και άσχημες τις αποκωδικοποιώ όχι μόνο γρήγορα αλλά και με πολύ μεγάλη ένταση. Δωμάτιο άλλο δεν υπήρχε κι ο άντρας που δεν έχει τόσο ευαίσθητο μυτάκι μια χαρά τα είχε βολευτεί και να φύγει δεν είχε όρεξη καμία, έτσι έκανα την καρδιά μου πέτρα και τη μύτη μου παντζάρι από τα μανταλάκια και συνέχισα τη ζωή μου. Όχι για πολύ δηλαδή, γιατί μετά από λίγες ώρες, ήρθε η “τέρψη της ακοής”, καθώς μεσοτοιχία με το χοτέλι ήτο κορυφαίος προορισμός διασκέδασης που τα έσπαγε μέχρι ώρα 4 να σε αφήσει να ξεκουραστείς κανά μισάωρο πριν τραγουδήσει ο ιμάμης ή μουεζίνης -αυτό δεν θα το λύσουμε ποτέ το μυστήριο, τα κατορθώματα του Μωάμεθ. Μ’αυτά και μ’αυτά, το πρώτο 24ωρο τα νεύρα μου είχαν γίνει κοκορέτσι και για να μην αρχίσω τη μιρμιρίαση από την 2η μέρα, σηκώθηκα από τις 7 να κάνω τις δουλειές και τις εξερευνήσεις μου και να αποφασίσω τι θ’αγαπήσω και τι όχι σε όλη αυτήν την Πόλη ανακατωσούρα που σου παίρνει τα μυαλά.

Αμα δεν το ξέρεις θα σου το πω εγώ, η Κωνσταντινούπολη την άνοιξη, τρώει πολλή βρόχα και κυρίως απροειδοποίητα. Κι αν δεν το ξέρεις επίσης, μάθε ότι η πόλη είναι όλη χτισμένη πάνω σε λόφους, σε σημείο να θυμάμαι το Παρίσι και η λατρεία να υπερδιπλασιάζεται. Έτσι κι εμενα με βρήκε απροειδοποίητα, την ώρα που σκαρφάλωνα σαν το κρι-κρι τη δεύτερη ανηφόρα για να βγω στην κεντρική πλατεία σταματώντας κάθε λίγο για να ξαναφορέσω τη μουσκεμένη κάλτσα που απο το πολύ νερό και την πολλή ανηφόρα, αποκτούσε δική της βούληση και κολυμπούσε μέσα στη μπότα του γιδοβοσκού που δεν αποχωρίζομαι τα τελευταία χρόνια. Μισή ώρα αργότερα και με καινούργια γνώση ως προς το πώς ένιωθε ο Spiderman όταν σκαρφάλωνε τους τοίχους, κατάφερα να βρεθώ στην πλατεία και η χαρά ήταν τέτοια που δεν είδα ότι παντού υπήρχαν ξεκολλημένες πλάκες που τραμπάλιζαν το νερό και σου το φέρναν πεταχτό στη μάπα άμα σκόνταφτες, θυμίζοντας εποχές σχολικού μπουγέλου ή σαδίστρια μάνα που ξυπνάει το παιδί να πάει σχολείο με τη μέθοδο κουβάς-νερό-μάπα. Κι επειδή από τότε που πήρα 15 πόντους μέσα σε 1 χρόνο, ακόμα δεν το ‘χω βολέψει καλά με το ύψος και είμαι και λίγο Mrs Bean όπως ξέρουν πολύ καλά οι κοντινοί μου και όσοι μ’έχουν δει σε δράση, την πάτησα την πλάκα, σκόνταψα πρώτα και βράχηκα μετά, ή ανάποδα θα σε γελάσω, και προσγειώθηκα με τη μούρη. Παρόλ’αυτά δεν πτοήθηκα και συνέχισα την εκπαίδευση με στρατιωτική πειθαρχία μέχρι που έφτασα στο σημείο να συνηθίσω αυτή την εναλλακτική “χωρίς αυτοκίνητο και δεν έχω ιδέα που είμαι” πραγματικότητα μετά από λίγες μέρες και να καταφέρω μάλιστα να πραγματοποιώ αυτό το τελετουργικό χωρίς καμία δυσκολία.

Η πλατεία Taksim
‘Ωσπου μια ωραία πρωία, χαράς ευαγγέλια, ευρέθη το παλατοδυάρι που θα στέγαζε τη νέα αρχή της νέας μας ζωής, μακριά (από μία μέχρι μιάμιση ώρα αναλόγως την κίνηση στο Ατατούρκ) από τη χώρα που λατρεύουμε αλλά δε μας λατρεύει αυτή κι έτσι αναρωτηθήκαμε όπως χιλιάδες άλλοι άνθρωποι την τελευταία διετία τι στην ευχή κάνουμε εδώ κι όποτε έβλεπα “αεροπλάνο, μου ‘ρχόταν να σου την κάνω” και τελικά σου την έκανα. Και καθόλου επίτηδες δεν το έκανα, ορκίζομαι, αλλά πάλι στο Βόρειο Προάστιο κατέληξα. Τελικά καλά μου είχε πει κάποτε μια ξινή “είσαι και πολύ Βόρειο Προάστιο” γιατί όπως φαίνεται είμαι…