Στόρι όταν λέμε, εννοούμε ιστορία και όχι το στόρι που βάζουμε στο παράθυρο. Κάθε φορά που βρίσκομαι στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου (βλ. havalimani εις την τουρκικήν) -που η μοίρα, ο Θεός, ο Άη-Βασίλης ή όποιος άλλος ασχολείται με τη μονόπολη της ζωής μου τα κανόνισε έτσι που να συντρέχει συχνά η συγκυρία ετούτη και τον ευγνωμωνώ γι’αυτό,  η πρώτη μου δουλειά είναι να ανοίξω τη χειραποσκευή και να βγάλω με κινήσεις σαμουράι 1. ipod 2. το εκάστοτε βιβλίο που διαβάζω 3. ένα από τα τετράδια στα οποία καταγράφω τον κόσμο. Και οι τρεις κινήσεις έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα τόσο στη διασφάλιση της αντικοινωνικότητας μου όσο και στην προστασία μου από ανεπιθύμητες περιττές συζητήσεις με τη φρικιαστική προοπτική συνέχισης μέσα στο αεροπλάνο αλλά και καθ’όλη τη διάρκεια της πτήσης. Κι αυτό διότι παρά τις ασκήσεις θάρρους που εκτελώ με θρησκευτική ευλάβεια τα τελευταία χρόνια, έχω ακόμα δυσκολία στο να βρω τρόπο να πω σε κάποιον που μου ‘χει κάνει το κεφάλι καζάνι να το βουλώσει. Έτσι έχω γίνει φανατική οπαδός του “προσέχουμε για να έχουμε” και με το που κάθομαι στον πάγκο της αίθουσας αναμονής ή στη θέση του αεροπλάνου η οποία θα είναι πάντοτε παράθυρο (εξ ου και η φώτο πιο πάνω), ανοίγω το τσαντάκι της sport vicky (πολύ sport μη χ@σω) και βγάζω τα προαναφερθέντα μαγικά εργαλεία.
Βέβαια για να καταλήξω σε αυτές τις δόλιες μεθόδους, έχω περάσει κάτι ονειρεμένα 4ωρα με κυρίες που θεώρησαν ότι το γελαδίσιο βλέμμα μου απέναντι στην εξιστόρηση των παθημάτων και μαθημάτων όλου του γενεαλογικού τους δέντρου ήταν άκρατος ενθουσιασμός κι ενδιαφέρον, με κυρίους που ξεδίπλωναν τις περιπέτεις τους και τα ταξίδια τους ανά τον κόσμο φουσκώνοντας από περηφάνια, με παππούδες που είχαν ηθικό χρέος να μου δώσουν συμβουλές επί παντός επιστητού και με φοιτητές-φοιτήτριες που απλά βαριόντουσαν και θέλανε να μιλάνε για να περάσει η ώρα μέχρι να φτάσουν για να συνηδειτοποιήσουν με την προσγείωση αυτό που εγώ ήξερα από την αρχή: ότι η όλη αεροπλανοσυζήτηση είναι κάτι σαν one-day-stand φιλίας αφού μετά κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ζητήσει τηλέφωνα κλπ γιατί αν είναι άντρας μοιάζει με πέσιμο, αν είναι γυναίκα μοιάζει με “κοριτσάκι θες να γίνουμε φίλες;” και είναι απλά ψιλογελοίο.
Βέβαια, απ’όταν βρήκα τους τρόπους να περιφρουρήσω την πολύτιμη σιωπή μου, άρχισα να αντιμετωπίζω άλλα προβλήματα. Καμιά φορά ο-η διπλανούλης-α, βλέποντας ότι το κοριτσάκι στο παράθυρο στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, κάνει διαφόρων ειδών ανοίγματα. Από το να απλωθεί προς το μέρος μου, μέχρι να βγάλει τα παπουτσια του κάνοντας με να απορήσω για μια ακόμη φορά πώς είναι δυνατόν όποιος βγάζει τα παπούτσια του να είναι πάντοτε βρωμοπόδαρος. Και φυσικά το αποκορύφωμα; Ροχαλητό. Έχω τύχει σε πτήση που ο τύπος ροχάλιζε τόσο δυνατά που ξεπερνούσε σε ντεσιμπέλ την τέρμα μουσική μέσα στο αυτί μου και το θόρυβο του αεροπλάνου. Ήταν τέτοιο το μαρτύριο που μπήκα στο τρομερό δίλημμα να τον ξυπνήσω για να πούμε τα νέα μας.
Έχουν όμως και τα καλά τους τα αεροδρόμια και τα αεροπλάνα. Πέρα από την αυτονόητη υπερ-ηδονή της απόδρασης ή της επιστροφής (για όποιον φυσικά δεν κάνει κάτι από τα δύο παρά τη θέλησή του), ένα από τα αγαπημένα μου πράγματα είναι να παρατηρώ τους συνταξιδιώτες αφού κατέβουμε από το αεροπλάνο. Το αγαπημένο μου είναι να βλέπω αγκαλιές. Σφιχτές. Με φιλιά. Και με λουλούδια. Αν έχουν και λίγο κλάμα, ακόμα καλύτερα. Είναι κάθε φορά σαν μια ομαδική σιωπηλή επιβεβαίωση ότι το ταξίδι αξίζει τον κόπο.