Μια φορά κι έναν καιρό, όχι και τόσο παλιά, ήταν όλα τόσο παραμυθένια που ήταν αδύνατο να μην πιστεύω στις νεράιδες.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως, το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι όλο το νεραϊδοκούνημα δεν ήταν κουσούρι που ξώμεινε από μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία όπως θα μπορούσε να φανταστεί ο περισσότερος κόσμος και να δικαιολογήσει και ο πιο άπειρος ψυχολόγος, αλλά μια κατάσταση στην οποία μπήκα κοντά στην ενηλικίωση όταν (και ίσως κι επειδή) έβγαινα πια από την απόλυτα μαύρου ψυχισμού και γοτθικής απόχρωσης εφηβεία μου. Από τη μέρα της ανακάλυψης ότι ο Άγιος Βασίλης (βλ. Χριστουγεννιάτικη ιστορία) είναι απλά η παρηγοριά των γονιών για να ησυχάζει το κεφάλι τους κάνα μήνα το χρόνο και σε συνδυασμό μ’ ένα άγριο καλωσόρισμα στο γυμνάσιο (δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε εύκολα αποδεκτό να είσαι 1,75 στα 12), άρχισε ο θυμός και η μαυρίλα. Και μη φανταστείς τίποτα ακραίες καταστάσεις ανήλικης παραβατικότητας, απλά μια προ-emo κατάσταση όπου η θλίψη είναι το δεδομένο και η χαρά είναι ενοχή. Μαύρα ρούχα, μαύρα μαλλιά, μαύρα νύχια, μαύρα δέρματα, σκούρο μπλε δωμάτιο (τη μάχη για το μαύρο τοίχο δεν την κέρδισα τότε αλλά έννοια σου και το έβγαλα εγώ το απωθημένο μου προ τριετίας) και κατάθλιψη, ατελείωτη κατάθλιψη.
Μόνο το γράψιμο βοηθούσε από τότε και θυμάμαι ότι μου επέτρεψα λίγη χαρά τη μέρα που ο μπαμπάς μου κουβάλησε στο σπίτι έναν από εκείνους τους υπολογιστές της εποχής των σπηλαίων με την οθόνη σε μέγεθος μικρού πλυντηρίου, όπου και ξεκίνησα το πρώτο ηλεκτρονικό ημερολόγιο εν έτει 1995. Κι έγραφα, κι έγραφα, κι έβρισκα και καταλάβαινα και μεγάλωνα κι έβγαινα από τη μαυρίλα. Κι έτσι απλά, μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ήρθαν οι νεράιδες.

Συμβαίνει καμιά φορά στη ζωή ενός ανθρώπου να είναι όλα αηδιαστικά τέλεια. Να νιώθει ενοχές για τους συνανθρώπους που ζουν στη μαύρη μιζέρια. Να ψάχνει απεγνωσμένα να βρει ένα πρόβλημα και να μη βρίσκει. Μου συνέβη κι εμένα και μια σειρά από περιστατικά οδήγησε στο συμπέρασμα ότι κάτι είχε αλλάξει στη ζωή μου, ότι δεν ήταν τυχαία η τόση ευτυχία, η τόση ξεγνοιασιά, ότι κάποιος ή κάτι είχε πασπαλίσει πάνω μου μαγική σκόνη. Και ως κατά βάση πραγματίστρια (με μεταφυσικές τάσεις, αν υπάρχει τέτοιος συνδυασμός) βάλθηκα να το ανακαλύψω.
Ήταν η Εποχή της Μαγείας. Νεράιδες, μάγισσες, μαγικές κάρτες, φυλαχτά, πέτρες, κεριά, ονειροπαγίδες, ονειροκρίτες, βιβλία για παράξενα πλάσματα και η ευτυχία σε αύξουσα πορεία. Από ένα σημείο κι έπειτα, όλο αυτό το καλειδοσκόπιο χρωμάτων και πλασμάτων, έγινε τόσο δεύτερη φύση μου που οι φίλοι μου άρχισαν να με αποκαλούν μάγισσα σε σημείο που είχα ψιλοπιστέψει ότι όντως κάτι τρέχει με μένα: Από λύσεις σε ερωτικά προβλήματα μέχρι προβλέψεις της εβδομάδας στα χαρτιά, από το να βρούμε να παρκάρουμε ακριβώς απέξω από το μαγαζί που θέλαμε κάθε φορά Σάββατο βράδυ με χαμό μέχρι το αν θα έπαιρνε τη φίλη μας τηλέφωνο ο εκάστοτε γκόμενος, η ατάκα ήταν ‘Κάνε ρε Βικάκι τα μαγικά σου!’. Και δεν ξέρω πώς, αλλά τα έκανα.
Όταν γνώρισα τη Στεφανία το πράμα ξέφυγε τελείως. Γιατί πολύ απλά η Στεφανία, πέραν του ότι είναι ένα αιθέριο πλάσμα από μόνη της το είχε προχωρήσει τόσο πολύ το ζήτημα που είχε και απαντήσεις σε όλα τα «Δεν ξέρω» τα δικά μου. Ήξερε που βρίσκονται οι νεράιδες, από πού έρχονται, τι σημαίνουν τα όνειρα, πώς αναλύεται η ψυχή, ποιοι είμαστε, που πάμε, γιατί μας συμβαίνει ό,τι μας συμβαίνει, πώς να διώξει τον πόνο, πώς να σε γεμίσει με φως και άλλα τέτοια, τα οποία παρακολουθούσα (και παρακολουθώ ακόμα όποτε καταφέρνω να τη δω) με ανοιχτό το στόμα.
Κι έτσι η ζωή κυλούσε όμορφα. Και ο στόχος ήταν η ευτυχία και η γαλήνη και τίποτε άλλο. Και η ευτυχία έμοιαζε με κάτι που μπορούσα να ακουμπήσω και να απλώσω στη ζωή τη δική μου και των ανθρώπων γύρω μου με μαγικά ραβδιά και θετικές σκέψεις.
Μέχρι που ήρθε η Μαύρη Εποχή. Ή Εποχή που η Μαυρίλα δεν ήταν μόνο στο μυαλό μου, πιθανό αποτέλεσμα εφηβικών ορμονών αλλά παντού στη ζωή μου, σε κάθε τομέα, χειροπιαστή κι επίπονη. Στην αρχή τη δέχτηκα στωικά σαν ένα τίμημα που έπρεπε να πληρώσω για τα 8 συναπτά χρόνια απόλυτης χαζοευτυχίας. Όμως, η μαυρίλα συνέχισε ν’ απλώνεται στη ζωή μου επίμονα και με λύσσα και ο πόνος άρχισε να βαθαίνει και να μου σκάβει την ψυχή και το σώμα. Κι έτσι, ξαφνικά όπως είχαν έρθει, οι νεράιδες εξαφανίστηκαν. Όσο κι αν τις παρακαλούσα, όσο κι αν τις καλούσα, όσο κι αν τις φώναζα, δεν ήταν πουθενά. Έφτασα στο σημείο να σκέφτομαι αν είχαν έρθει ποτέ ή αν το φαντάστηκα.Θυμωμένη, εξαφάνισα βιβλία και εικόνες και οτιδήποτε μου τις θύμιζε.
Μέχρι και σήμερα δεν έχω καταφέρει να βρω τι ήταν αυτό που τις έφερε στη ζωή μου την πρώτη φορά και με γέμισε με φως. Εύχομαι όμως, μέσα από την καρδιά μου μια μέρα να ξανάρθουν σε μένα…!