Αυτό δεν είναι ιστορία, είναι σκέτη υστερία…

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, είχα την τύχη να είμαι απ’ αυτές τις τρισκατάρατες γκόμενες που τρώνε τον Άμπακο, τον Αγλέωρα και όλους τους φίλους τους μαζί και παραμένουν fit ωσάν τον Άγιο Ονούφριο. Μισητές ατάκες όπως ‘Τρώω τα πάντα αλλά δεν παχαίνω’ και ‘Τα παίρνω όλα μπόι’ αποτελούσαν κομμάτι της καθημερινότητας μου. Ώσπου γνώρισα τον Έρωτα. Και ο Έρωτας, ο Μέγας, ο Απόλυτος, δεν έρχεται ποτέ μόνος του γιατί είναι από τη φύση του συντροφική ψυχή. Φέρνει παρεούλα του, σινεμά με container από βουτυρωμένο pop-corn και ζελεδάκια, σοκολατίνες σε σχήμα καρδιάς και ντονατάκια από τα Max Perry, βραδιές DVD με pizza, σουβλάκια και άλλες παρεμφερείς ανθυγιεινές νοστιμάδες, ευφάνταστες μακαρονάδες (θα σου φτιάξω εγώ αγάπη μου μια καρμπονάρα να γλείφεις τα δάχτυλα σου), εξόδους σ’ εστιατόρια με άλλα ζευγάρια, δοκιμές μαγειρικής -να νιώσουμε λίγο πιο οικογενειακά τώρα που βρήκαμε τον άνθρωπο μας, εξορμήσεις στο σούπερ μάρκετ και εφόδους στους πάγκους με τις σοκολάτες και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Όλη αυτή η ιστορία εξηγείται και με πιο επιστημονικούς όρους σε διάφορες μελέτες- άρθρα όπως αυτό εδώ για παράδειγμα.
Έτσι, μετά από τόση αγάπη και τόση σοκολάτα, άρχισα κι εγώ να στρογγυλεύω όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Στην αρχή τα χρειαζόμουνα γιατί όσο να πεις η πλάτη με τα κόκκαλα να φαίνονται σε σημείο να μπορείς να τρίψεις κρεμμύδι πάνω δεν είναι και ο,τι πιο σεξουαλικό. Επίσης καλωσόρισα με αγάπη και μεγάλους πανηγυρισμούς το ένα νούμερο παραπάνω στο σουτιέν, ήταν σαν όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Στη συνέχεια ήρθε η αλλαγή στο νούμερο των ρούχων την οποία εξέλαβα ως αφορμή για ανανέωση της γκαρνταρόμπας. Όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς ν’ανακατέψω τη ζυγαριά στην υπόθεση γιατί ποτέ δεν της έδινα την παραμικρή σημασία, πάντοτε συζητούσα μόνο με τον καθρέφτη που έχει πάντα περιθώριο λάθους αναλόγως τη μέρα και τα κέφια και γενικά είναι πιο κούλ άτομο σε σχέση με την άλλη που είναι total bitch. Όταν ανέβηκα νούμερο για 2η φορά, είπα ότι φταίει η αλλαγή δεκαετίας και οι μεταβολές στη δομή του σκελετού που φαρδαίνει τη λεκάνη και την πλάτη και πιθανόν και το γυμναστήριο που αύξησε τη μυική μου μάζα. Στην 3η αλλαγή νούμερου όμως, αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα ν’ανέβω στη ζυγαριά. Και κάπου εκεί ξεκίνησε να γίνεται ημερήσιο soundtrack η παραλλαγή του Σαιξπηρικού διλήμματος (βλ. τίτλος), γιατί το νούμερο χρειάστηκε επαλήθευση με κομπιουτεράκι για να πιστέψω πόσα κιλά πήρα τα τελευταία 4 χρόνια. Όχι και σιγά μωρέ! Δώδεκα. Να, το έγραψα.
Η αυτόματη κίνηση κάθε φυσιολογικού ανθρώπου μετά από τέτοιο σοκ, είναι να σηκωθεί το επόμενο πρωί και να κάνει δίαιτα, πράγμα ασύλληπτα δύσκολο όταν τίποτα από όσα περιγράφονται στην αρχή της ιστορίας/υστερίας δεν τροποποιείται στο ελάχιστο. Πράγματα που κάποτε μπορεί να σε άφηναν παγερά αδιάφορη, τώρα είναι συνδεδεμένα με στιγμές και ανθρώπους Τι, δεν θα πάμε για κινέζικο με τα παιδια; Αγάπη μου, θα μου φτιάξεις αυτό το υπέροχο σάντουιτς; Δεν θα πάρουμε pop-corn; Δε γίνεται! Παρόλ’ αυτά το πάλεψα για να φτάσω μετά από ένα μήνα στη δεύτερη θλιβερή διαπίστωση: Τα κιλά πλέον, όχι απλά έχουν κατσικωθεί, αλλά δε λένε να ξεκουμπιστούν με τίποτα και σε κάποια φάση που προσπάθησα με πιο ακραίες μεθόδους να το ράψω, ένιωθα ότι είμαι στην Κατοχή, δεμένη κι έτοιμη να τα ‘μολογήσω όλα μετά από 3 μήνες ασιτίας, άσε που δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ. Η προσπάθεια λοιπόν, στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία και λίγο καιρό μετά, η γκαρνταρόμπα ανανεώθηκε (ελαφρώς γιατι μας προέκυψε και μια οικονομική κρίση στο μεταξύ) για 3η φορά. Και μέσα σ’όλα αυτά, μια γλυκιά φωνούλα να μπερδεύει την κατάσταση:
Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Είσαι τέλεια.
Και ρωτάω: Όταν δε βρίσκεις κανένα κίνητρο πουθενά, πώς καταφέρνεις να το ράψεις και να σώσεις ο,τι απέμεινε από ρούχα και αυτοπεποίθηση;
Και τελικά: Cookies σοκολάτα και καμπύλες ή Φρούτα και στενά τζην;
To eat or not to eat? Ιδού η απορία….