Κωνσταντινούπολη

Όταν ήμασταν μικρά, κάπου στα μέσα της ένδοξης δεκαετίας του 80, η Θεία μου η Μαρίνα, που ήτο à l’ époque μόνιμος κάτοικος Αμερικής, ήρθε ένα καλοκαίρι φορτωμένη δώρα (τότε έπαιζε πραγματικά το τι θα σου φέρει κάποιος από το εξωτερικό, όχι όπως τώρα που πάει η Toblerone σύννεφο, ανάμεσα στα οποία ήταν ένα μικρό πράσινο jukebox με πολύχρωμα φωτάκια το οποίο μαραζώνει ακόμα σε μια αποθήκη στο Χαλάνδρι κι ένα ρομπότ σε μέγεθος μικρού χιμπαντζή. Ο Αδερφός μου κι εγώ, που δεν ήμασταν και τίποτε στερημένα, καθότι ήμασταν ήδη τότε περήφανοι κάτοχοι 2 πελώριων μπαούλων γεμάτων παιχνίδια, είχαμε χαζέψει στην κυριολεξία με τα νέα μας αποκτήματα και δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε αν δεν παίζαμε μαζί τους μέχρι τελικής πτώσης. Το καλύτερο ήταν ο συνδυασμός: Μουσική να παίζει στο Jukebox και ο Robbie Jr να κινείται με το κοντρόλ δεξιά αριστερά σα να χορεύει.

Hello! I’m Robbie Jr!

Το φοβερότερο όλων ήταν ότι ο Robbie, πέραν του ότι μιλούσε, (αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να συνεπάρει δύο πιτσιρίκια: “Hello, I’m Robie Jr.”, “Let’s go!” και “Oops, Excuse Me” όταν σκόνταφτε πάνω σε κάτι) κρατούσε κι ένα δίσκο που μπορούσες να του βάλεις κάτι και να σου το φέρει, πράγμα που είχε νόημα μόνο στο παιδικό μας μυαλό καθώς ένας ενήλικας θα έφτανε μέχρι το να σκεφτεί “μα καλά, αν είναι να του βάλω το ποτήρι στο δίσκο για να μου το φέρει, δεν το σηκώνω και να πιω κιόλας;’ ‘ Ένα βράδυ λοιπόν, μας έπιασε τέτοια φρενίτιδα με το Robbie, τον βάλαμε να κάνει τόσες πολλές αγγαρείες, να χορέψει με τόσα πολλά τραγούδια στο jukebox, να κουβαλήσει τόσα ποτήρια νερό, να στριφογυρίσει τόσο πολύ και να κοπανήσει σε τόσα πολλά έπιπλα για να ζητήσει ταπεινά συγγνώμη που το έρμο το ρομποτάκι, άρχισε να αναβοσβήνει τα κόκκινα μάτια του με απελπισία, να κάνει μισές περιστροφές και να φωνάζει με πανικό: “Where Am I?” Εμείς είχαμε απομείνει να το κοιτάμε εμβρόντητοι και ψάχναμε και ξαναψάχναμε τις οδηγίες για να δούμε “Πού το λέει;” (λες και ξέραμε αγγλικά να διαβάσουμε και οδηγίες) αλλά δε βρήκαμε τίποτα. Έτσι βγάλαμε το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι το ρομποτάκι θα λέει κι ένα σωρό άλλα πράματα που αυτοί οι χαζοί ξεχάσανε να τα γράψουνε κι ότι αρκούσε να το βασανίσεις πολύ για να τα μολογήσει. Αρχικά δώσαμε σειρά παραστάσεων σε γονείς και συγγενείς όπου βασανίζαμε τον κακομοίρη το Robbie με χιλιάδες εμπόδια μέχρι να πει το περιβόητο “Where Am I” σε σημείο που του ‘μεινε το παρατσούκλι και καθιερώθηκε ως Γουεραμάης (ούτε θέλω να σκέφτομαι τι ομοιοκαταληξίες θα σκεφτόταν ο Αδερφός μου σήμερα, αλλά τότε ήταν μικρό και αθώο με ξανθά μαλλιά και ροδαλά μαγουλάκια). Εννοείται φυσικά ότι έφτυσε το υγρό μπαταρίας της μάνας του μέχρι να πει και τίποτε άλλο, αλλά τίποτε αυτός ο κερατάς. Κι επειδή έκαιγε και πολύ (από τότε το πρόβλημα με τα καύσιμα), κάτι μπαταρίες να, συν του τηλεκοντρόλ, κάποια στιγμή ο Πατέρας βαρέθηκε να κουβαλάει κάθε τρεις και λίγο μπαταρίες για να ακούει την κορακιασμένη φωνή του Γουεραμάη κι έτσι παρέμεινε γι’αμέτρητα χρόνια ντεκόρ των δωματίων μας μέχρι που τον χαρίσαμε μάζι με τόνους άλλων παιχνιδιών σε κάποιο ίδρυμα (παίζει να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στον ψεύτη τούτο ντουνιά που ‘χει κλαψει βλέποντας το Toy Story 3).

Όταν λοιπόν πρωτοήρθαμε στην Πόλη αυτή την ξελογιάστρα και μέναμε στο Taksim, βλέπε Ερμού, μια που είχα επισκεφτεί ήδη το μέρος 4 φορές και μια που δεν έχω πρόβλημα κανένα να περπατάω 8 ώρες ασταμάτητες και προσανατολίζομαι κι εύκολα για γυναίκα (σόρρυ κορίτσια αλλά έχω φίλες που ακόμα μπερδεύουν το αριστερά με το δεξιά τι να λέμε τώρα), ξύπνησε μέσα μου το Discovery Channel (by the way, αν έρθεις εδώ ένα από τα πράματα που θα χαρείς είναι η τηλεόραση, με 20 ευρώ έχεις περίπου 300 κανάλια μεταξύ των οποίων και το Discovery) και είπα να εξερευνήσω την περιοχή και να προσπαθήσω με την κουραστικά επιλεκτική μου μνήμη να ξαναστήσω το μύθο της Λωξάντρας στα στενά του Πέραν. Αλλά ενώ ξεκίνησα τι ωραία τι καλά και κατηφόρησα μέχρι τη γέφυρα του Γαλατά και τράβηξα φωτογραφίες με ύφος σοβαρού εξερευνητή ή Γαλλίδας φωτογράφου παγκοσμίου φήμης, όταν κοίταξα αυτό το ανηφόρι που λέμε ζωή, μου ‘ρθε μια σκοτοδίνη και αποφάσισα να πάρω τον παράλληλο δρόμο που έμοιαζε πιο φιδογυριστός και μου ‘δινε την εντύπωση ότι θα εξέπνεα λιγότερα από τα κομμένα τσιγάρα (κάπου διάβασα ότι για να αποτοξινωθεί το σώμα σου εντελώς από τη νικοτίνη, πρέπει να κόψεις το τσιγάρο για τόσα χρόνια, όσα ήταν τα χρόνια που κάπνιζες και από τότε μου καρφώθηκε ότι για τα επόμενα χρόνια θα φτύνω τη νικοτίνη που ρούφαγα τα προηγούμενα 12 και ότι όταν λαχανιάζω και ιδρώνω η διαδικασία επιταχύνεται). Μια και δυο λοιπόν, αρχίζω τη λόφου ανάβαση με χαμόγελο κι αισιοδοξία (γαμώ τους λόφους μου γαμώ και τι πόλη είναι αυτή, άμα ήθελα να κάνω τον ορειβάτη έμενα και στου Ζωγράφου και που είναι το Παρισάκι μου το γλυκό που είναι όλο μια πλατεία και που έχει παντού ταμπέλες και άλλα τέτοια χαρωπά). Λέγε λέγε, προχώρα, προχώρα, φύσα ξεφύσα, έφτασα σε τρίστρατο. Αφού βεβαιώθηκα ότι θυμάμαι ακόμα την ιστορία του Οιδίποδα στο τρίστρατο που τόσο ωραία μας την έμαθε ο κύριος Λιάπης καλή του ώρα, σκέφτομαι ότι η ευθεία γρηγοροτέρα (ποιος το ‘πε αυτό να δεις;) τραβάω κι εγώ doğru και φτάνω σε σταυροδρόμι. Για ανεξήγητο λόγο κόβω δεξιά και βγαίνω σε τρίστρατο. Κι εκεί έχει αρχίσει σιγά σιγά να με κόβει κρύος ιδρώτας διότι συνειδητοποιώ την κατάσταση:

1. Το κινητό είναι ξερό, κάτι με το roaming
2. Δεν μιλάω γρι τουρκικά ακόμα
3. Δεν μιλάει κανείς γρι αγγλικά ακόμα (και για πολλούς αιώνες ακόμα)
4. Το να πάρω ταξί δεν παίζει, τους έχω άχτι τους άτιμους τους ταξιτζήδες εδώ από τότε που είπα σ’έναν να με πάει στο Παζάρι και με πήγε σ’ένα εμπορικό στην άλλη άκρη της πόλης και μου πήρε κι εκατό λίρες (καλά εσύ ας μην τις έδινες)
5. Μια που όλα στην Πόλη υπάρχουν στον υπερθετικό, έχω βρεθεί στο δρόμο με τον υπερθετικό βαθμό συνεργείων, μηχανουργείων, ηλεκτρολογείων και μαγαζιών με εργαλεία. Κοινώς, βρίσκομαι σε δρόμο που δεν κυκλοφορεί ούτε θηλυκιά γάτα, χωρίς κινητό και χωρίς να μιλάω τη γλώσσα (το ”Bοήθεια πώς είναι είπαμε; Imdat?”

Και τότε από τα βάθη της καραβοτσακισμένης μου μνήμης, ανεβαίνει σαν αφρός η απελπισμένη φωνή του Γουεραμάη: Where Am I? και μαζί και μια υποψία ενοχής για το βασανισμένο λατρεμένο ρομποτάκι. Τι έκανε ο Γουεραμάης όταν χτυπούσε εμπόδιο; Ζητούσε συγγνώμη και άλλαζε κατεύθυνση. Το ίδιο θα κάνω λοιπόν κι εγώ. Ο πιο δύσκολος δρόμος θα είναι σίγουρα ο σωστός. Και πήρα λοιπόν την πιο μεγάλη ανηφόρα. Σε όλη τη διαδρομή, πλάγιες ματιές σκάγανε σαϊτιές μπροστά μου, άλλοτε θαυμασμού και άλλοτε συνοδευόμενες από συννεφάκια “Ου, να χαθείς, άπιστη πόρνη του σατανά, με το ξεσκέπαστο κεφάλι και τα κολλητά ρούχα, που θα ψήνεσαι στην κόλαση πασαλειμένη με χοιρινό λίπος και αλκοόλ όταν εγώ θ’αράζω στην παραδεισένια αιώρα μου συζητώντας με το Μεγάλο Πατέρα”. Η αλήθεια να λέγεται όμως, κανένας δεν είπε την παραμικρή κουβέντα (λες κι άμα έλεγε θα καταλάβαινα) και όταν μια ώρα αργότερα έφτασα σε αδιέξοδο που οδηγούσε σε μία σκάλα από την κορυφή της οποίας ακουγόταν ποδοβολητό ανελέητο και φωνές πανηγυριού, ήξερα πια ότι είχα φτάσει κοντά την Istiklal. Σκαρφάλωσα τη σκάλα κι έκατσα κάθιδρη σε μια πέτρα για να συνειδητοποιήσω ότι βρισκόμουν ακριβώς στο τέρμα της πρώην λεωφόρου της Ανεξαρτησίας.

Κοινώς δεν έφταναν όλα τα βάσανα, έπρεπε να περπατήσω και τα 3 χιλιόμετρα μέχρι την αρχή που ήταν το σπίτι αλλά τουλάχιστον αυτό δεν έχει ανηφοροκατηφόρες και το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να γκρεμοτσακιστείς σε καμια ξεχαρβαλωμένη πλάκα, να πέσεις και να σε πατήσουν κάποια από τα 6 εκατομμύρια πόδια που τη διασχίζουν κάθε μέρα ή να περάσει από πάνω σου το Tram Nostaljik και να περάσεις στη ζωή σου σ’ένα κρεβάτι και δεν είσαι και η Frida Kahlo να σου ξεχειλίζει το ταλέντο από τα μπατζάκια (bacak) να κάνεις και διεθνή καριέρα κι απ’τ’ανάσκελα. Το να πάρω δε το Tram να με πάει σπίτι ούτε συζήτηση, γιατί ο Σκρούτζ που ‘χει ξυπνήσει μέσα μου τα φέτος -θα σου πω άλλη φορά γι’αυτόν, φώναζε σιγά μη δώσω ένα ευρώ για διαδρομή ενός λεπτού. Άλλωστε είναι και γυμναστική (κλασσική ατάκα τσιγγούνη).

Το απόγευμα βυθίστηκα σε τέτοιο ύπνο, ήμουνα λιώμα τι να λέμε τώρα, που όταν γύρισε ο Αλέξανδρος από τη δουλειά και με ξύπνησε, χωρίς καν ν’ανοίξω τα μάτια, τον ρώτησα ένα πράγμα: Where Am I?